Λουδοβίκος Ντομινίκ VΙΙΙ

Όγδοο επεισόδιο | Το τέλος

Ένας ιδιοκτήτης ξενοδοχείου ημιδιαμονής, μέλος της οργάνωσης, έστειλε σε αυτήν την παραίτησή του. Οι ποντικοί, λέγεται, εγκαταλείπουν το πλοίο πρώτοι, μόλις προαισθανθούν την απώλεια. Η παραίτηση αυτή, υπό τους όρους που έγινε, φάνηκε στον Λουδοβίκο Ντομινίκ τον Τρισμέγιστο –πάντοτε φιλύποπτο– ως προοίμιο προδοσίας. Για να αφαιρέσει από τους άλλους κάθε διάθεση λιποταξίας, αποφάσισε να δώσει ένα τρομερό παράδειγμα. Ο γαμιστρώνας του λεηλατήθηκε ολόκληρος. Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν βρισκόταν μέσα.  

Και εκεί, για ακόμη μια φορά, οι Ντομινικανοί κατελήφθησαν από την αστυνομία και υπέστησαν βαριές απώλειες. Εφτά νεκροί και οχτώ συλληφθέντες. Η νέα αυτή επιτυχία της αστυνομίας, την οποία φάνηκε να προκαλεί ο Ντομινίκ παρασυρμένος από την άφρονα λύσσα του, μείωσε σημαντικά το γόητρό του ως αρχηγού. Είχε απολέσει ήδη την αγάπη των οπαδών του και έχανε τώρα, ως εκ περισσού, και την εμπιστοσύνη τους. Αφού είχε αποδειχτεί βάναυσος, προέκυπτε τώρα και αδέξιος.

Μετά από λίγο καιρό, μια γυναίκα της συμμορίας, ανακρινόμενη μετά τη σύλληψή της από την  αστυνομία, δήλωσε ότι ένας μόνο, καθ’ όσον γνώριζε, μπορούσε να παραδώσει τον Λουδοβίκο Ντομινίκ τον Τρισμέγιστο. Ο πρώτος υπαρχηγός του, ο Σατέλης.

Ο Σατέλης ήταν ένα αιμοβόρο κτήνος, πρώην οϋκάς και νυν εκαμίτης. Κανένας συνάδελφός του δεν είχε αμφιβολίες για το διπλό ρόλο του. Ο ίδιος ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλημάτων Ειδικής Βίας, γνωστή στην πιάτσα ως Αντιτρομοκρατική, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε νέτα σκέτα:

«Θα γλιτώσεις από το μαρτύριο της ανάκρισης, αν όμως δεν μου παραδώσεις τον αρχηγό σου Ντομινίκ, θα σε παραδώσω στη Δικαιοσύνη. Αν, τουναντίον, μου τον παραδώσεις, θα πάρεις τιμητική διάκριση και προαγωγή. Επίλεξε!»

Η επιλογή έγινε αστραπιαία και ο Σατέλης ανέλαβε να παραδώσει τον Ντομινίκ. Σαράντα άντρες τέθηκαν στη διάθεσή του. Τους διάλεξε με πολύ προσοχή, καθώς ο Σατέλης είχε αποκλείσει όλους εκείνους τους οποίους γνώριζε ως μυστικούς πράκτορες των Ντομινικανών.

Ο Σατέλης γνώριζε ότι ο αρχηγός του εκείνη τη νύχτα διασκέδαζε στο κλαμπ «Πιστολέ», ένα κωλόμπαρο της κακιάς ώρας, στο οποίο είχε αδυναμία ο Ντομινίκ επειδή του θύμιζε τα εφηβικά του χρόνια στα Πατήσια. Ο Σατέλης γνώριζε το σύνθημα για να περάσει, και αφού βεβαιώθηκε πως είναι μέσα, τον πλησίασε και τον σταυροφίλησε τρεις φορές. Την έξοδό του ακολούθησε η εισβολή της ειδικής ομάδας σύλληψης, η οποία έγινε χωρίς ο Λουδοβίκος Ντομινίκ ο Τρισμέγιστος να προβάλει παρά μόνο ελάχιστη, ας πούμε για τους τύπους, αντίσταση. Ευτυχώς, γιατί στο τραπέζι του είχε έξι πιστόλια.   

Η είδηση της σύλληψης του Ντομινίκ διαδόθηκε αμέσως σε ολόκληρη τη χώρα και προξένησε περισσότερο ενδιαφέρον παρά οποιαδήποτε άλλη είδηση των ημερών. Δεκάδες οπερατέρ και φωτογράφοι είχαν στηθεί περιμένοντας την πομπή οπλοφόρων και κουκουλοφόρων αστυνομικών που θα τον οδηγήσουν στον ειδικό εφέτη ανακριτή και τον εισαγγελέα. Ο Λουδοβίκος Ντομινίκ ο Τρισμέγιστος, παρότι εμφανιζόταν μόνο με το κολάν και την εφαρμοστή μπλούζα που έφερε το γνωστό λογότυπο, ήτοι το αρχικό ταφ της λέξης «Τρισμέγιστος», και χωρίς την κόκκινη μπέρτα του πια, επιδείκνυε ένα καταπληκτικό θράσος. Έβριζε αυθαδώς και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να κρατηθεί στη φυλακή. Ενίοτε, έκανε μορφασμούς και έτριζε τα δόντια. Όταν ένας εκαμίτης της συνοδείας του τον τράβηξε απότομα ώστε να τον αναγκάσει να ακολουθήσει το βιαστικό ρυθμό της μεταφοράς του, ο Ντομινίκ γρήγορος σαν αστραπή του κατάφερε μέσα στα μούτρα ένα τρελό κλωτσίδι. Ευτυχώς για τον αστυνομικό, του Ντομινίκ, με βάση το σχετικό πρωτόκολλο σύλληψης, του είχαν αφαιρεθεί τα κορδόνια και έτσι η λυτή γλώσσα λειτούργησε σαν μαξιλαρένιο προστατευτικό. Το μόνο που είχε καταφέρει ο Ντομινίκ ήταν να του ματώσει τη μύτη, ενώ ακολούθησε μια δίχως προηγούμενο εναντίον του κλωτσοπατινάδα. Ο Ντομινίκ όμως φώναζε μπροστά στις κάμερες στους αστυνομικούς που τον έδερναν:

«Κοτάρες! Μου κάνετε σήμερα αυτό που δεν τολμούσατε να μου κάνετε χθες!»         

Η ανάκριση συνεχιζόταν χωρίς να αποσπαστεί από τον Ντομινίκ καμιά ομολογία. Στις ερωτήσεις του ειδικού εφέτη ανακριτή και του αντίστοιχου εισαγγελέα ισχυριζόταν ότι ονομάζεται Ιωάννης Μπουργκάζ, όπως γράφει και το διαβατήριό του, και πως πιθανότατα πρόκειται για μια τεράστια παρεξήγηση. Επέμενε πως δεν είναι Έλληνας και ότι δεν έχει ακούσει καν για αυτόν τον Λουδοβίκο Ντομινίκ, πόσο μάλλον να έχει απασχολήσει τις αρχές. Επέμεινε στην κατάθεσή του αυτή και τίποτα άλλο δεν είπε. Ούτε οι μάρτυρες που τον αναγνώριζαν, ούτε τα δακτυλικά του αποτυπώματα και οι εκθέσεις της σήμανσης που δεν άφηναν περιθώριο να αμφισβητηθεί η πραγματική του ταυτότητα, ούτε οι ερωτήσεις του ανακριτή και του εισαγγελέα μπόρεσαν να λυγίσουν τον αδάμαστο αυτό χαρακτήρα.                  

Ο ανακριτής κάποια στιγμή, ενθουσιασμένος από το πνεύμα του Ντομινίκ, εξέφρασε τη λύπη του, διότι ένας άνθρωπος τόσο καλοπροικισμένος είχε γίνει εγκληματίας⸱ ο Ντομινίκ του απάντησε ότι αισθάνεται περισσότερη λύπη, διότι ένας άνθρωπος τόσο επιδέξιος είχε γίνει δικαστικός.

Το δικαστήριο ορίστηκε ένα χρόνο μετά τη σύλληψή του, κάπου στα μέσα του 2014, όταν παραδέχτηκε επιτέλους και την ταυτότητά του. Κατά τη διάρκεια του σταδίου των μαρτύρων κατηγορίας, ο Ντομινίκ υπερασπίστηκε τον εαυτό του με εκπληκτική αυτοκυριαρχία. Δεν έπαυε, παρολαυτά, μέχρι την όγδοη συνεδρίαση να διακηρύττει πως είναι αθώος. Η μεγάλη αίθουσα των Δικαστηρίων των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτη και τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια. Το λεωφορείο Γ18 έβαλε έκτακτα δρομολόγια.

Την ημέρα της απολογίας του, ο Ντομινίκ ήταν ιδιαιτέρως νευρικός και διαρκώς κοιτούσε το ρολόι του. Όσο κατέθετε η μητέρα του, που ήταν και η μοναδική μάρτυρας υπεράσπισης, το βλέμμα του περιστρεφόταν προς το κοινό, προσπαθώντας να εντοπίσει κινήσεις ορισμένων προσώπων. Το πλήθος όμως παρέμενε ακίνητο και σιωπηλό. Καμιά κίνηση δεν διαγραφόταν και καμιά ανησυχία, πέρα από τη δικιά του, δεν διακρινόταν στην ανθρώπινη αυτή παλίρροια. Ασφαλώς, η υπέρτατη επέμβαση, η ύστατη επίθεση των οπαδών  του προς διάσωσή του, που είχε ως τότε προεξοφλήσει και ελπίσει, δεν έγινε. Δεν είχε πλέον κανέναν να περιμένει και τίποτα, εκτός από μια ατέλειωτη ατιμωτική ζωή στη φυλακή. Τότε, βλέποντας ότι τον είχαν οριστικά εγκαταλείψει όλοι, ότι είχαν προδώσει την τελευταία του ελπίδα, αιφνιδίως, άφησε τον εαυτό του και κινούμενος με λύσσα προς το εδώλιο δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να μιλήσει και να προβεί σε αποκαλύψεις. Σε μια πλήρη ομολογία και να προδώσει όλους τους συνενόχους του.

Η τρομερή απολογία του –η οποία προφανώς δεν στάθηκε τελικά ικανός παράγοντας ώστε να αποφύγει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης– διήρκησε δεκαοχτώ ώρες. Τα λόγια με τα οποία ξεκίνησε ήταν τα εξής:

«Παραβήκατε το ρητό λόγο σας, τον οποίο μου είχατε δώσει. Να με απελευθερώσετε με κίνδυνο τη ζωής σας. Μη βρίσκεται λοιπόν κακό ότι αποκαλύπτω στους δικαστές ποιοι είστε και τι πράξατε. Εγώ ρουφιάνος δεν είμαι, αλλά την αλήθεια θα την πω».   

ΤΕΛΟΣ    

Καμία δημοσίευση για προβολή