Οι λήσταρχοι της Ηπείρου VΙ

25 Ιουλίου 1926 | Ο λήσταρχος Καραμπάτσης | Η εξόντωση του επικίνδυνου ληστή Ιωάννη Κογκολόη οφείλεται στον μέχρι πριν ένα δευτερόλεπτο σύντροφό του, λήσταρχο Καραμπάτση | Ο Καραμπάτσης μόλις φόνευσε τον σύντροφό του απέστειλε μια επιστολή στον ανθυπασπιστή κύριο Χελώνη, δια ενός χωρικού στο χωριό Ανώγι.

Ο Καραμπάτσης μόλις φόνευσε τον σύντροφό του απέστειλε μια επιστολή στον ανθυπασπιστή κύριο Χελώνη

Κύριε αποσπασματάρχη. Σήμερα σκότουσα του σίντροφό μου Γηάνι Κογκολόει και να στήλις να πάρις το κεφάλι του. Προσοχή να μη γίνη κανιά αμπιστιά. Θάιμοι στι ρεματιά που ήταν το λιμέρι. Αφτός που θα σου φέρι το γράμα θα σου ιπή.      

Γ. Καραμπάτσης

Και έστειλε και μια δεύτερη προς τον πρόεδρο του χωριού Ανώγι, κύριο Ευθύμιο Παπά.

Αγαπηταί Θίμιου

Σήμερα σκότουσα του σίντροφό μου Γηάνι Κουγκουλόει. Έλα μαζί με τον αποσπασματάρχι να πάριτι του κεφάλι. Προυσεχί μην γίνει κανιά αμπιστιά.

Γ. Καραμπάτσης

Κατόπιν των επιστολών αυτών, ο νωματάρχης κύριος Τρίμπης μαζί με τον πρόεδρο της κοινότητας Ευθύμιο Παπά μετέβησαν στο υπό του Καραμπάτση υποδειχθέν μέρος και παρέλαβαν την κεφαλή του Κογκολόη.  Ο κύριος Τρίμπης διαβεβαίωσε τότε τον λήσταρχο ότι παύει η εναντίον αυτού καταδίωξη, δυνάμει του αμνηστευτικού νόμου, και ότι είναι ελεύθερος πλέον να επιστρέψει στην οικία του. Ο Καραμπάτσης όμως δεν φάνηκε να πείθεται από τον λόγο του Τρίμπου και είπε:  

«Αν δε μ’ φέρτι χαρτί δεν κατ’βαίνω εγώ στο χωριό. Ιγώ έκαμα τα δ’λειά, κάντι και τα λόου σας τη δ’κή σας».

Ο Τρίμπος τον διαβεβαιώνει εκ νέου ότι δεν έχει να πάθει τίποτα. Τον πείθει να τον ακολουθήσει μέχρι το χωριό. Εκεί, ο Καραμπάτσης, παρουσία και των λοιπών ανδρών του αποσπάσματος και των αφιχθέντων από τη Φιλιππιάδα ανθυπασπιστών Σιαπέρα και Χελώνη, καθώς και του προέδρου, παραδίδει την κεφαλή του ληστή. Μετά από αυτά, ο Καραμπάτσης ξυρίζει τον νωματάρχη κύριο Τρίμπον, κατόπιν σχετικής παράκλησης του τελευταίου. Την ώρα που τον ξυρίζει, λέει γελώντας:

«Άει, ωρέ καπιτάνιο μ’, γλίτωσες. Πολλές βουλές σ’ έφιρα γυρ’βιλιά να σε ξιμπερδέψου κι όλο μ’ ξέφευγες. Ένα βράδυ απ’ κ’μόσανε στα βλαχουκάλυβα, γλίτουσες απ’ την τρίχα. Ήταν τυχιρό σ’. Τώρα σι ξουραφίζω. Χαλάλ’ να σ’ γέν’!»

Η εξόντωση του επικίνδυνου ληστή Ιωάννη Κογκολόη οφείλεται στον μέχρι πριν ένα δευτερόλεπτο σύντροφό του, λήσταρχο Καραμπάτση

Κατόπιν, διηγείται τα τελευταία γεγονότα: Πριν δεκαπέντε ημέρες, είχε καταστρώσει το σχέδιο της εξόντωσης του συντρόφου του Κογκολόη, σύμφωνα με τις υποδείξεις γνωστών του, οι οποίοι τον έπεισαν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα ήταν δυνατόν να λάβει αμνηστία. Με τον Κογκολόη αποτελούσαν μαζί μέλη της συμμορίας του Τσόγγου. Συναντήθηκαν δεκαεφτά μέρες πριν έξω από τα Ανώγεια και συμφώνησαν πως θα δράσουν μαζί στην περιφέρεια εκείνη. Ο Κογκολόης πείστηκε και ακολούθησε τον Καραμπάτση στην περιφέρεια εκείνη, όπου εντωμεταξύ τα αποσπάσματα σκοπίμως είχαν φύγει, κρατώντας αποστάση ασφαλείας. Ο Καραμπάτσης προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει τον σύντροφό του να κατευθυνθούν προς το Ανώγι, να αλλάξουν ρούχα και να προμηθευτούν φυσίγγια. Ο Κογκολόης, φοβούμενος μήπως πέσουν σε ενέδρα, αποφεύγει να ακολουθήσει τον σύντροφό του, στον οποίο συνιστά να μην έχει και τόση μπέσα στους ανθρώπους που φέρνουν χαμπάρια για τα αποσπάσματα.

Επί τέλους, πριν τρεις ημέρες, ο Κογκολόης πείθεται να ακολουθήσει τον σύντροφό του προς το Ανώγι. Εκεί, πάνω από τη χαράδρα, ο νωματάρχης Τρίμπος, ο οποίος από την προηγούμενη μέρα ενεδρεύει για να εξασφαλίσει την εξόντωσή του, ακούει τρεις πυροβολισμούς και, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, έναν τέταρτο. Οι άνδρες του αποσπάσματος κατευθύνονται προς το μέρος που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, αλλά δεν κατορθώνουν να ανακαλύψουν τίποτα. Αναμένουν να φέξει, οπότε ειδοποιούνται για το γεγονός από τον χωρικό που μετέφερε επιστολές.

Λίγα λεπτά πριν τον φόνο, ο ληστής Κογκολόης προτείνει στον Καραμπάτση να γυρίσουν πίσω, διότι φοβάται μπλόκο των αποσπασμάτων. Ο Καραμπάτσης τον διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.

«Μη φοβάσαι, Γιάννη. Τα έχω κανονίσει εγώ τα πράγματα και δεν θα μας πάρουν μυρωδιά.»

«Και τον ίσκιο μου άρχισα να φοβάμαι, μωρέ Καραμπάτση, εγώ.»

«Βρε Κογκολόη, γιατί μωρέ τρέμεις σαν ζαρκάδι; Κρίμα που σε πέρναγα για άντρα!»

«Καραμπάτση, δεν φοβάμαι εγώ. Το έδειξα πολλές βολές ως τώρα. Μα κάτι μου λέει πως θα πάθουμε κακό. Πάμε να γυρίσουμε.»

«Για κάτσε, ωρέ Κογκολόη, να τα ειπούμε, γιατί μου φαίνεται πως θα χωριστούν οι δρόμοι μας. Εγώ νόμιζα πως είσαι ο παλιός Κογκολόης. Φαίνεται πως σε άλλαξε ο Τσόγγος στο διάστημα που λείπεις από κοντά μου.»

Οι δυο ληστές κάθισαν στη ρίζα ενός δέντρου και άρχισαν να συζητούν για το τι έπρεπε να κάνουν. Ο Κογκολόης επιμένει ότι πρέπει να φύγουν από τον τόπο εκείνο, γιατί τα αποσπάσματα γυρίζουν εκεί κοντά. Για να ισχυροποιήσει τη γνώμη αυτή, αφηγήθηκε στον σύντροφό του ένα όνειρο το οποίο είδε την προηγούμενη μέρα.

«Είδα άσχημο όνειρο, ωρέ Καραμπάτση.»        

«Τώρα, ωρέ Κογκολόη, πίστεψα πως είσαι καταντίπ γυναίκα. Όνειρα και κολοκύθια νερόβραστα.»

«Τι λες, ωρέ Καραμπάτση! Εγώ τα όνειρα τα πιστεύω, μου στρέξανε πολλές βολές.»

«Και τι όνειρο είδες;»

«Είδα ότι ήμουν κοντά σε ένα ποτάμι μεγάλο, που τα νερά του ήταν βαθιά ως ένα μπόι. Καθόμουνα στην άκρη και έτρωγα ψωμί. Εκεί που έτρωγα, ένα φίδι τάχα με δυο κεφάλια έπεσε μέσα στο ποτάμι και για μια στιγμή το έχασα από τα μάτια μου. Είπα πως πνίγηκε και ησύχασα. Ξαφνικά όμως, είδα πως το φίδι έβγαινε από το νερό. Τα μάτια του αστραποβολούσαν και τα δυο του στόματα έβγαζαν φωτιές. Τραβήχτηκα τάχα προς τα πίσω, για να μην βρεθώ από μπροστά του, και κρύφθηκα πίσω από ένα δέντρο. Εκείνο προχωρούσε. Ήταν τόσο μακρύ, που έκανε μισή ώρα για να βγει ολόκληρο από το νερό. Κουλουριάστηκε, ύστερα σήκωσε τα κεφάλια του και τήραξε προς το δέντρο. Με έπιασε ιδρώτας κρύος και θέλησα να βγάλω τάχα το μαχαίρι μου, μα δεν πρόφτασα. Εκείνο πήδησε και κουλουριάστηκε στο λαιμό μου. Από την τρομάρα μου τάχα έπεσα μέσα στο ποτάμι και μπήκα ως το λαιμό. Αυτό ήταν, ωρέ Γιώργο, και ξύπνησα τρομαγμένος. Από την ώρα που ξύπνησα, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου το κακό.»

«Και δεν σου άρεσε, ωρέ Γιάννη, αυτό το όνειρο; Αυτό, μωρέ παιδί μου, είναι καλό όνειρο. Θέλεις να σου εξηγήσω;»

«Για ξήγα το, ωρέ Γιάννη, γιατί κοντεύει να μου σαλέψει από χθες το βράδυ.»

«Άκου το λοιπόν και θα δεις πως έχω δίκιο εγώ. Το φίδι με τα δυο κεφάλια είναι ένας φίλος σου, που σου κάνει δηλαδή τον φίλο. Αυτόν τον φίλο σου ήθελες να τον ανταμώσεις. Μα αυτός σου ετοίμαζε το κακό σου μαζί με τη γυναίκα του. Το νερό είναι ο άλλος δρόμος που πήρες και γλίτωσες. Και τώρα πες μου, ποιος είναι αυτός ο φίλος σου;»

«Δεν μπορώ να θυμηθώ, ωρέ Γιώργο, μα μου φαίνεται πως καλά το εξήγησες. Αλίμονο αν μάθω εκείνον που μου στήνει μπαμπεσιά, θα του φάω την καρδιά!»

«Δεν είναι τίποτα. Σταύρωσε τα αυτιά σου με τα δυο σου χέρια τρεις φορές, για να φύγει το κακό.»

Ο Κογκολόης πράγματι σηκώνει τα χέρια του να σταυρώσει τα αυτιά του. Εκείνη τη στιγμή, ταχύτατα ο Καραμπάτσης, καθώς κρατάει το όπλο του, τον πυροβολεί τρεις φορές στο θώρακα και την κοιλιά, λέγοντας:

«Το όνειρο σου έστερξε. Πάρε και την τελευταία σου τώρα».

Πυροβολάει για τέταρτη φορά κατά του οιμώζοντας ληστή. Ο Κογκολόης εκπνέει μετά από λίγα λεπτά της ώρας. Ο Καραμπάτσης του κόβει το κεφάλι.

Ακολουθεί εδώ

Προτάσεις από το βιβλιοπωλείο μας:

Καμία δημοσίευση για προβολή