Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ XVΙΙI

Ο δυστυχής Ραφτάκος | Ο κυρ Σταματόπουλος δεν δίνει πεντάρα για λύτρα |Το δεύτερο βράδυ ζυγώνει πάλι… | Η ιστορία με τον νεκρό χωροφύλακα

Ο δυστυχής Ραφτάκος

Εκεί κατά τας ώρας της τρομερής αγωνίας μας ξετυλιχθεί η φρικτή σκηνή της παραφροσύνης του ατυχούς Ραφτάκου, σκηνή που θα μου μείνει αλησμόνητος σ’ όλη μου ρη ζωή.

Οι λησταί, φοβούμενοι τ’ αποσπάσματα, μας είχαν υποχρεώσει να μένουμε πρηνηδόν και ν’ αποφεύγουμε κάθε θόρυβον. Ο μικρός όμως Ραπτάκος ηθέλησε να σηκωθεί. Τότε ο Καραντώνης ορμά κατ’ επάνω του, βγάζει το τσαρούχι του κι’ αρχίζει να τον κτυπά στο κεφάλι. Έπειτα ανασπά το μαχαίρι του αποφασισμένος να τον ξεκοιλιάσει.

”Μη για το Θεό”, του φωνάζω. “Είναι μικρό παιδί. Σκοτώστε εμάς, αλλ’ αφήστε το ήσυχο”.

“Σκάσε συ, παλιόγερε. Θά ‘ρθη και η σειρά σου”.

“Μα δεν εντρέπεσθε;”, εφώναξεν ο κύριος Ζάχος, σεις που θεωρείσθε σ’ όλη τη Θεσσαλία πονόψυχοι, να βάψετε τα χέρια σας με το αίμα ενός αθώου παιδιού;”

Τα λόγια αυτά εκάλμαραν κάπως τον Καραντώνη. Αλλ’ από της στιγμής εκείνης ο μικρός έχασε πια τ λογικό του. Έλεγε διάφορες ανοησίες. Κοίταζε ηλίθια. Γελούσε, έκλαιγε, έβριζε τους ληστάς πράγμα που επιδείνωσε τη θέση μας. Το κτύπημα στο κεφάλι με το χονδρό τσαρούχι γεμάτο πρόκες και ο τρόμος του ξεκοιλιάσματος έκαναν το δυστυχή Ραπτάκο να τρελαθεί, γεγονός που κατάλαβαν αργότερα κι’ αυτοί οι λησταί. Ο Τζατζάς μάλιστα λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό και θύμωσε με τον Καραντώνη.

Το απόγευμα έφθασε στο κρησφύγετο κάποιος άνθρωπος των ληστών. Ο Τζατζάς και ο Καραντώνης τον επήραν κατά μέρος κι’ άρχισαν να μιλούν. Ο Τζατζάς φαινότανε σκεπτικός ενώ ο Καραντώνης κινούσε απειλητικώς τα χέρια του. Κατάλαβα πως θα μιλούσαν για τα λύτρα. Ή οι συγγενείς μας δεν ημπορούσαν να τα εξοικονομήσουν αμέσως ή εζητούσαν μείωση του ποσού. Ο Τζατζάς θέλησε να με πλησιάσει για να μου πη κάτι, μα ο Καραντώνης τον εσταμάτησε.

Ο κυρ Σταματόπουλος δεν δίνει πεντάρα για λύτρα

“Άκου παλιόγερε”, μου εφώναξε, “οι δικοί σου μας κοροϊδεύουν. Μόνο η Παπαγιαννίδου εστάθηκε τίμια και μας έστειλε διακόσιες χιλιάδες δραχμές που εζητήσαμεν. Ο κυρ Σταματόπουλος μας μήνυσε ότι δεν δίνει πεντάρα κι’ ας σου κόψουμε το κεφάλι. Είναι άτιμος και την ατιμία του θα την πληρώσεις εσύ. Ετοιμάσου λοιπόν να πεθάνεις.

“Σκεφτείτε καλά βρε παιδιά, αυτό που θα κάνετε”, είπε παρεμβαίνων εις την συζήτησιν ο κύριος Ζάχος. “Είναι αμαρτία γέρο άνθρωπο να θέλετε να τον σφάξετε. Περιμένετε μερικές ημέρες ακόμη. Θα στείλουμε γράμμα στα Τρίκαλα και θα τους παρακαλέσουμε να βρουν τα λύτρα. Μόνο μη ζητάτε τόσα πολλά.”

“Ας είναι κι’ έτσι, είπε ο Τζατζάς, που πάντα έπαιρνε το μέρος μου. Κάτσε παππού και γράψε στο Σταματόπουλο ότι αν δεν πληρώσει, θα του στείλουμε πεσκέσι το κεφάλι σου. Πρόσθεσέ του ότι για την ατιμία του αυτή θα τον τιμωρήσω σκληρά, όπου κι’ αν πάει. Μα στο Βόλο, μα στη Λάρισα και στην Αθήνα κάπου θα τον εύρω. Και ξέρεις ότι ο Τζατζάς δεν συνηθίζει να λέει λόγια.”

Μου έδωσαν χαρτί και μολύβι και έγραψα. Ομολογώ ότι κι’ εγώ θύμωσα με την διαγωγή του γαμβρού μου. Να ξέρη πως κινδυνεύω και να μ’ αφήνει χωρίς βοήθεια. Κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά να στέλνει και τ’ αποσπάσματα για να κυκλώσουν τους ληστάς, πράξη εγκληματική, που θα επιτάχυνε το τέλος μας.

Το δεύτερο βράδυ ζυγώνει πάλι…

Το δεύτερο βράδυ ζύγωνε πάλι. Ο Ζαμπούρας πού ‘χε φύγει από τ’ απόγευμα, γύρισε κρατώντας ένα παχύτατο αρνί σφαγμένο. Οι λησταί το ‘ψησαν στα κλαδιά κι’ ύστερα το μοίρασαν σ’ όλους. Ο ενωμοτάρχης Καραμπέτσος μού ‘δωσε το σουγιά του κι’ έκοψα ένα κομμάτι. Ήταν γλυκύτατο και καλοψημένο. Ο κύριος Ζάχος έφαγε κατά κόρον. Φαίνεται πως επεινούσε πολύ. Μόνον ο ατυχής Ραπτάκος δεν έβαζε τίποτε στο στόμα του. Δεν είχε συνέλθει ακόμη από το γερό κτύπημα που του ‘δωσε στο κεφάλι ο Καραντώνης.

Ο Τζατζάς την ώρα που τρώγαμε, επλησίασε για να με περιποιηθεί. Θέλησε να μ’ εξευμενίσει για τον άσχημο τρόπο εκ τον οποίον μου φέρθηκε το μεσημέρι.

“Φύλαξε παππού την πλάτη που τρως”, μου είπε, “για να την κοιτάξουμε το πρωί να ιδούμε τι θα γίνει”.

“Και πιστεύεις σ’ αυτά, καπετάνιε;”

“Αν πιστεύω; Πάντα εβγήκαν αληθινά. Άκουσε μια ιστορία και θα δεις πως έχω δίκιο.”

Η ιστορία με τον νεκρό χωροφύλακα

Την παραμονή της συμπλοκής που ‘κανα τώρα τελευταία με τ’ αποσπάσματα, ήμουνα σε μια στάνη, όπου εσούβλησαν ένα τραγί προς τιμήν μου. Από περιέργεια επήρα την πλάτη και την εκοίταξα. Τα μάτια μου γούρλωσαν από τον τρόμο.

“Τι έχεις;” με ρώτησαν οι σύντροφοί μου. “Προβλέπεις κανένα κακό;”

“Ναι… φαίνεται ένα μνήμα. Κάποιος θα πεθάνει. Ένας μόνο.”

Όταν εξέτασα την πλάτη για δεύτερη φορά, ανέπνευσα με ανακούφιση.

“Αυτός που θα πεθάνει δεν είναι δικός μας”, τους εφώναξα. “Πάντως από δικές μας σφαίρες θα πάει”. Να ο Πανταζής που ήταν εμπρός, μπορεί να στο βεβαιώσει. Δεν είναι έτσι, Θύμιο;

“Έτσι είναι, γέρο, όπως σου τα λέγει ο καπετάνιος.”

“Την άλλη μέρα λοιπόν έγινε η συμπλοκή όλως τυχαίως. Καθώς πηγαίναμε στο λόγγο μάς είδαν και μας εκτύπησαν. Πέσαμε αμέσως χάμω κι’ αρχίσαμε το τουφεκίδι. Οι σφαίρες σφύριζαν στ’ αυτιά μας. Είμαστε όμως καλά προφυλαγμένοι, ενώ οι χωροφύλακες δεν ήξεραν τα μέρη και γι’ αυτό έμειναν ακάλυπτοι. Η μάχη βάστηξε δύο ώρες χωρίς κανείς ούτε από μας ούτε από αυτούς να πάθη τίποτε. Μόνο σε μια στιγμή άκουσα ένα ωχ και είδα κάποιο χωροφύλακα να πέφτει ξερός. Στην αρχή νόμισα πως ήταν λαβωμένος. Έπειτα έμαθα πως η σφαίρα τον βρήκε στο κούτελο και τον άφησε στον τόπο.

Πίστεψε πως λυπήθηκα πολύ γι’ αυτό. Τί έφταιγε ο δυστυχής για να χάση τη ζωή του; Μαζί μας δεν είχε τίποτε ο άνθρωπος. Υπηρετούσε την Πολιτεία κι’ έπρεπε να εκτελέσει τις διαταγές της που ήσαν ρητές. Σκότωσε ή πιάσε τον Τζατζά, του είχε ειπεί. Κι’ αυτός δεν ημπορούσε να παρακούσει.

Συρόμενοι στο έδαφος και προστατευόμενοι από τους πυκνούς θάμνους κατορθώσαμε να ξεφύγουμε από τον κλοιό των αποσπασμάτων. Την άλλη μέρα έστειλα πενήντα χιλιάδες δραχμές στην οικογένεια του ατυχούς χωροφύλακα, η οποία όπως μαθαίνω δεν επήρε από το κράτος ούτε σύνταξη ακόμη. Δεν νομίζεις, γέρο, πως είναι ντροπή; Θα μου κάνης λοιπόν την χάρη άμα κατέβης στην Αθήνα, να φροντίσεις γι’ αυτή τη δυστυχισμένη οικογένεια; Σου το ζητώ για ρουσφέτι.”

Καθώς μιλούσε τα μάτια του είχαν χάσει όλη εκείνη την αγριάδα που ενέπνεε τρόμο και σεβασμό σ’ όσους τον αντίκριζαν. Τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν γίνει γλυκύτερα. Φαινότανε άλλος άνθρωπος ή πραγματικός ίσως, που είχε νικηθεί απ’ τον προηγούμενο άνθρωπο του κλαριού.

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή