Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ XVΙ

Η απαγωγή του γερουσιαστή Χατζηγάκη

Πριν φύγω από τα Τρίκαλα, έπεισα τον γερουσιαστή Χατζηγάκη να μου διηγηθεί τα της αιχμαλωσίας του και της ζωής που πέρασε μια σχεδόν εβδομάδα εν μέσω των ληστών. Ο Χατζηγάκης στην αρχή δίστασε γιατί φοβότανε μήπως εκθέσει την Ελλάδα. Ύστερα όμως υποκύπτοντας  στην επιμονή μου, άρχισε να λέει:

«Είμαι περίπου ογδόντα ετών, μα ποτέ δεν ενθυμούμε να εδοκίμασα τόσο τραγικές στιγμές. Ανατριχιάζω ολόκληρος, όταν σκέπτομαι ότι ο θάνατος επί επτά ημέρας ενήδρευε γύρω μου. Έπαιξα μαζί του και εσώθην. Προσεφέρθην να αιχμαλωτισθώ αντ’ άλλου και ολίγον έλειψε να χάσω το κεφάλι μου. Αλλά μήπως ήτο μόνον η απειλή των ληστών; Εκινδύνευα να πεθάνω από τις κακουχίες. Υπέφερα πολύ λόγω της μεγάλης μου ηλικίας. Είχα εξαντληθεί εντελώς, και αν τρεις ακόμη ημέρας παρετείνετο η αιχμαλωσία μου, θα ήσαν αρκεταί δια να με στείλουν εις τον άλλον κόσμον.

«Οι άλλοι αιχμάλωτοι υπέφεραν όπως και σεις;»

«Και εκείνοι εταλαιπωρήθησαν. Πάντως πολύ ολιγότερον απ’ εμέ. Και τώρα θα σας αφηγηθώ αυτό που κυρίως σας ενδιαφέρει. Το πως επεράσαμε τόσες ημέρες στα χέρια των ληστών. Είναι τόσον περιπετειώδης η ιστορία αυτή, ώστε ούτε ο δυνατότερος μυθιστοριογράφος δεν θα ημπορούσε να την συλλάβει.

Τον λήσταρχο Τζατζά εγνώριζα από άλλοτε και πολλάκις μου εδόθη η ευκαιρία να φανώ χρήσιμος εις ατυχείς χωρικούς που καταπιέζοντο από αυτόν. Δεν γνωρίζω δια ποιόν λόγον, αλλ’ εν πάση περιπτώσει εξασκώ κάποιο γόητρο μεταξύ των Σαρακατσαναίων. Το γόητρον αυτό με ώθησε να προσφερθώ ως όμηρος αντί του γαμβρού μου σκεφθείς ότι εκείνον μεν δεν θα εδίσταζαν να τον φονεύσουν, αν τυχόν δεν έφθαναν τα λύτρα, ενώ εμένα οπωσδήποτε θα με εσέβοντο, φοβούμενοι γενικήν εξέγερσιν τον χωρικών. Κι όμως όχι λίγες φορές με ηπείλησαν ότι θα μου κόψουν το κεφάλι. Εάν δε δεν επενέβαινεν ο κύριος Ζάχος, θα είχα σφαγή και εγώ και ο υπενωμοτάρχης Καραμπήτσος.

*

Όταν επέσαμεν εις την ενέδραν των ληστών εφοβήθηκα πολύ δια την τύχην του κυρίου Σταματόπουλου. Ήτο ο πλουσιότερος όλων και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτόν εκ των πρώτων θα εκράτουν οι λησταί. Επλησίασα τον Τζατζά και του είπα:

“Καπετάνιε, σκέψου την κόρη μου και άφησέ τον ελεύθερο. Μένω εγώ ως όμηρος. Θα σου στείλουν τα χρήματα που ζητάς.”

“Θέλω τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια από σας και διακόσιες χιλιάδες από την κυρία Παπαγιαννίδου.”

“Είναι πολλά αυτά που ζητάς. Δεν θα μπορέσω να τα εξοικονομήσω.”

Μ’ εκοίταξε χαμογελών χωρίς να μου απαντήσει αμέσως.

“Παππού, θα τα κανονίσουμε”, μου είπε ύστερα από ολίγα λεπτά. “Μη φοβάσαι ότι μπορούμε να σου κάνουμε κακό. Δεν πρέπει όμως να μας γελάσετε, γιατί θα θυμώσουμε πολύ. Κι’ όσο από μένα να μη φοβάσαι και τόσο. Έχε το νου σου στον Καραντώνη. Είναι σωστό θηρίο αυτός.”

Κάποιος από τους παραθεριστάς, δεν ενθυμούμαι ποιος ακριβώς, είχε μαζί του ένα παγούρι γεμάτο ρακί. Του εζήτησα να πιώ λίγο και να προσφέρω και στους ληστάς. Ο Τζατζάς και ο Καραντώνης εδίσατσαν να το βάλουν στο στόμα τους.

“Μη φοβάσθε  παλικάρια. Δεν έχει μέσα δηλητήριο. Να, πίνω πρώτος. Γεια σου καπετάνιε.”

Τότε ο Τζατζάς ήρπασε θαρραλέα το παγούρι και γέμισε το στόμα του ρακί. Ύστερα το έδωσε στον Καραντώνη.

“Γεια σου γέρο, μου φώναξαν και οι δύο μαζί.”

*

Είδα τους άλλους να φεύγουν προς το χωριό και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Η κόρη μου κουνούσε το μανδήλι. Ποιός ξέρει αν θα τους ξανάβλεπα. Σε μια στιγμή αισθάνθηκα ένα χέρι να σφίγγει το δικό μου. Ήταν ο κύριος Ζάχος που εφαίνετο εξαιρετικά συγκινημένος. Ο Μπαλιάκος και ο Ραφτάκος δεν μιλούσαν. Οι λησταί εστέκοντο ολίγο παρεκεί και μας κοιτούσαν. Ομολογώ ότι εσεβάσθησαν τον πόνο μας και δεν μας ενοχλούσαν. Κάποτε πλησιάζει ο Τζατζάς και μου λέγει:

“Παππού σήκω, έχουμε να κάνουμε πολύ δρόμο. Δεν πρέπει να στενοχωρείσαι και τόσο. Αύριο ή μεθαύριο θα είσαι ελεύθερος, εάν εννοείται στείλουν αμέσως τα λύτρα.”

Εσηκώθησαν όλοι και επροχωρήσαμε προς την κατεύθυνση του Περτουλίου δια μέσου των δασών και των χαραδρών και επιμελώς αποφεύγοντες την δημόσια οδόν. Δύο από τους ληστάς επροπορεύοντο ενώ άλλοι δύο μας ηκολούθουν εις απόστασιν δέκα βημάτων.

Η πορεία μας ήτο κοπιαστική. Ο κύριος Ζάχος αντιληφθείς ότι εδυσκολευόμουν να περιπατήσω έσπευσε να με υποβαστάξει.

Ο Τζατζάς εφαίνετο σύννους και ολιγόλογος. Εβάδιζε δίπλα μας και δεν μιλούσε καθόλου. Τον εξέτασα με προσοχή. Δεν ήτο ωραίος αλλά τα χαρακτηριστικά του ήσαν κανονικότατα. Τα μάτια του μεγάλα και σπινθηροβόλα είχαν προικισθεί από την φύση με μιαν περίεργον μαγνητική δύναμη. Δι’ αυτό ουδέποτε διέτασσε δια λόγων αλλά νευμάτων. Τα μαλλιά του πυκνά και γκρίζα προσέδιδαν μεγαλυτέραν επιβλητικότητα εις την φυσιογνωμίαν του.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν εφθάσαμε εις το πρώτον κρυσφήγετον. Δεν γνωρίζω ποιαν ακριβώς διεύθυνσιν είχαμε ακολουθήσει και εις ποίον σημείο ευρισκόμουνα. Ήμουνα κατάκοπος και εκρύωνα φοβερά.»

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή