Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ XV

Στον δρόμο για την Κρανιά

Οι πρώτοι είχαν φθάσει σε μια στροφή, πλησίον μιας γέφυρας. Εκεί οι Τζατζάς και Μπαμπάνης, όρθιοι στο δρόμο, με τα όπλα στη μασχάλη τούς περίμεναν. Οι άνδρες τους γονατισμένοι πίσω από τους θάμνους είχαν στραμμένα τα όπλα τους προς τους ταξιδιώτες. Ακούστηκαν δύο ή τρεις πυροβολισμοί που ρίχθηκαν για εκφοβισμό.

Άλλωστε ουδείς σκέφτηκε να αντισταθεί. Όλοι ύψωσαν τα χέρια. Οι τρομοκρατημένοι παραθεριστές τοποθετήθηκαν σε κάποιο μέρος. Έπειτα ένας-ένας, οδηγήθηκαν ενώπιον του ληστάρχου, που καθισμένος επάνω σ’ ένα βράχο τούς υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις -χωρίς να τους κοιτάζει- με τα μάτια μισόκλειστα.

«Ποιος είσαι; Πως σε λένε;»

Ο ένας ήταν γερουσιαστής, οι άλλοι αξιωματικοί, πλούσιοι κτηματίες και αστοί. Αλλά δεν ήταν μεταξύ των ο Αβέρωφ. Ο Τζατζάς θα άφηνε όλους τους άλλους, αρκεί να ‘βρισκε τον Αβέρωφ. Δυστυχώς για τον λήσταρχο ο πολυεκατομμυριούχος αυτός βιομήχανος και κτηματίας είχε μείνει στο Περτούλι.

Μια περίπου ώρα ο Τζατζάς και ο Μπαμπάνης συσκεφτήκαν. Ο Μπαμπάνης φοβούμενος της ευθύνες ήθελε ν’ απολύσει όλους τους συλληφθέντες, αλλ’ ο Τζατζάς ήταν αμείλικτος.

«Όλοι επάνω στο βουνό», διέταξε.

Και μέσα στη βροχή που άρχισε να πέφτει, οι συλληφθέντες ανέρχονται και πάλι προς το δάσος, περιφρουρούμενοι από τους ληστές…

*

Την επομένη μέγας πανικός σημειώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Η εφημερίδες ήταν γεμάτες από την τρομερή είδηση. Η Κυβέρνηση ανησύχησε. Ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας, ιππικό και αυτοκίνητα εξοπλισμένα, αεροπλάνα, όλα τέλος, τίθενται εν χρήσει και σπεύδουν προς τα Τρίκαλα. Υπάρχει μεταξύ των αιχμαλώτων ένας άνθρωπος που γνωρίζει τους ληστές και που είχε έλθει κάποτε σε πολύ στενή επαφή μαζί τους.

Ήταν ο ιατρός κ. Ζάχος που περιποιήθηκε κάποτε τον Τζατζά όταν είχε αρρωστήσει. Από αυτόν όλοι ήλπιζαν να σώσει τους δυστυχείς αιχμαλώτους. Και πράγματι τους έσωσε.

Οι υπόλοιποι παραθεριστές επιστρέφουν κατά το βράδυ στα Τρίκαλα και κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει. Το μόνο που λέγουν είναι ότι όλοι οι συλληφθέντες ήταν καλά, αλλά ο Τζατζάς ζητάει για να τους απολύσει λύτρα τεσσάρων εκατομμυρίων.

Η ημέρες περνούν. Η οικογένειες των εξαφανισμένων απηυδούν από της άστοχες ενέργειες των αποσπασμάτων και διαπραγματεύονται απ’ ευθείας με τους ληστάρχους, χωρίς να ενδιαφέρονται τι πράττει η αστυνομία. Και κάνουν μάλιστα κάτι καλύτερο: Ζητούν επισήμως από την Κυβέρνηση να παύσει την καταδίωξη της συμμορίας όπως αποσοβηθεί κάθε κίνδυνος για τα κεφάλια των αιχμαλώτων.

Ο υπουργός Εσωτερικών κύριος Αργυρόπουλος φτάνει αυτοπροσώπως όπως διευθύνει τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ολίγον κατ’ ολίγον το χρήμα μαζεύεται, αλλά δεν προσεγγίζει τα τέσσερα εκατομμύρια. Εκεί επάνω, μέσα στο δάσος, ένας νεαρός αιχμάλωτος παραφρονεί από τον τρόμο. Άλλοι πίπτουν εκ της κόπωσης.

Ο Τζατζάς εξαντλημένος από το να σύρει τους εξαντλημένους αιχμαλώτους από βουνό σε βουνό τους απολύει αρκείτε να πάρει μόνον 900.000 δραχμές.  Μια νύκτα ο Μπαμπάνης με τα παλικάρια του εξαφανίζεται και επιστρέφει στα λημέρια του, ο δε Τζατζάς ανέρχεται στα βουνά της Θεσσαλίας.

Ο διευθυντής της αστυνομίας των Τρικάλων προσέθεσε στην παραπάνω αφήγηση:

«Ξέρουμε καλά που βρίσκεται τώρα. Εκατοντάδες από τους δικούς μας τον διώκουν γύρω από τα Κρανιά και προς τον Όλυμπο. Θα διαφύγει άραγε επί πολύ;»

Τότε ψιθύρισα εγώ:

«Ήθελα να τον έβλεπα αυτόν τον Τζατζά.»

Οι δύο σύντροφοί μου με κοίταξαν κατάπληκτοι. Ο νομάρχης είπε σχεδόν ψελλίζοντας:

«Πως είπατε; Μήπως παρανόησα;»

«Αλήθεια», είπα «εξεφράσθην κακώς. Ήθελα να πω: Θα πάω να δώ τον Τζατζά.» Και πήγα…

*

Την άλλη μέρα βρίσκομαι στη Λάρισα. Ο νομάρχης με υποδέχθηκε φιλικώς. Αλλ’ ο γραμματέας του επιθυμώντας φαίνεται να μου δείξει τις φυσικές καλλονές της περιοχής, με ακολουθεί κατά πόδας.

Με τις πρώτες λέξεις με βεβαίωσε ότι η υπόθεση Τζατζά έκλεισε σχεδόν, ότι οι ληστές εντός ολίγου θα περιέρχονταν εν πλήρη αδυναμία και ότι γενικώς όλη αυτή η ιστορία δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον.

Ελάμβαναν κάθε μέτρο για να μην δυσφημιστεί η Ελλάδα στο εξωτερικό. Μα ήταν πια πολύ αργά. Κανείς περιηγητής δεν θα τολμούσε να πατήσει το πόδι του στη χώρα αυτή. Την δευτέρα ημέρα πήγα ν’ αποχαιρετίσω τον νομάρχη και να τον ευχαριστήσω. Του ανήγγειλα ότι είχα αφήσει το αυτοκίνητό μου και ότι αναχωρώ για τις Αθήνες με το τραίνο. Ο γραμματεύς περιποιητικός με συνόδευε μέχρι του βαγονιού μου και κοίταξε το τραίνο να απομακρύνεται με καταφανή ευχαρίστηση.

Μιαν ώρα βραδύτερα το Όριαν Εξπρές σταμάτησε σ’ ένα σταθμό. Πήδηξα αμέσως. Το αυτοκίνητό μου ήταν εκεί και ο Αζίζ με περίμενε καπνίζοντας. Έσπευσα κοντά του χαρούμενος.

«Λοιπόν», με ρώτησε «θα πάμε στη Κρανιά;»

«Ναι, θα πάμε.»

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή