Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ ΙX

Ποιος σκότωσε τον Χρήστο Στούρκωφ;

«Θα σου διηγηθώ», είπε ο Αζίζ καθώς χαθήκαμε στη σκοτεινιά, «και μια άλλη ιστορία που θα σε κάνει να κλάψεις. Ασφαλώς δεν θα ξέρεις τον τρομερό λήσταρχο Δημήτρη Στούρκωφ. Όλα όμως εδώ τα γύρω χωριά τραγουδούν ακόμα τα κατορθώματά του γιατί είναι πράγματι ηρωικά. Αμούστακο παιδί βγήκε στο κλαρί. Και γιατί νομίζεις; Για να κλέβει; Όχι. Αυτός είχε μια ιπποτική ψυχή. Δεν ήταν πλασμένος για ληστής. Η τύχη το έφερε έτσι. Καταλαβαίνεις βέβαια ότι η δίψα μιας μεγάλης εκδικήσεως τον έστειλε πάνω στα βουνά. Άκουσε λοιπόν την ιστορία και θα δεις:

»Ο αδελφός του ο Χρήστος αγαπούσε μια κοπέλα σαν το κρύο το νερό. Αυτή στην αρχή δεν τον κοιτούσε καθόλου. Μα ο Χρήστος ήταν πλούσιος κι’ εκείνη φτωχή. Κι’ όπως ξέρεις όταν έχει κανείς λεπτά κάνει πάντα εκείνο που θέλει.

»Όσο ο καιρός περνούσε τόσο η αγάπη του Χρήστου μεγάλωνε. Κάθε πρωί την αντάμωνε στα λιβάδια, της νύχτες έμενε κάτω από τα παράθυρά της, της χάριζε στολίδια, της έκανε όρκους.

»Η Μαριώρη, έτσι την λέγανε, άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανταποκρίνεται στο αίσθημά του. Τον άφηνε να την φιλάει, να την πηγαίνει στα χωράφια ώσπου μια βραδιά που ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα έγινε εκείνο που τους ένωσε για πάντα.

»Ο Χρήστος της πρότεινε να την κάνει γυναίκα του. Έτσι ένα κυριακάτικο πρωί οι καμπάνες του χωριού χτύπησαν χαρωπά κι’ έγινε ένα πανηγύρι που δεν θα το ξεχάσει κανείς ποτέ.

»Οι μήνες κυλούσαν γοργά ο ένας ύστερα από τον άλλον και οι δύο τους φαινόντουσαν ευτυχισμένοι. Όλοι στο χωριό μακάριζαν την Μαριωρή για την τύχη που της έλαχε. Ο Χρήστος δούλευε στο κτήμα από το πρωί έως το βράδυ. Εκείνο το χρόνο η συγκομιδή ήταν πολύ πλούσια κι’ οι χωριάτες τρίβανε τα χέρια τους από χαρά. Ο παράς θά ‘πεφτε με το τσουβάλι.

»Ξάφνου ένα βράδυ φοβερό κακό έγινε στο χωριό. Πυροβολισμοί ακούστηκαν κι’ ύστερα γοερές γυναικείες φωνές. Θα ‘ταν περασμένα μεσάνυχτα. Όλοι αμέσως πετάχτηκαν στις πόρτες και τα παράθυρα κι’ είδαν την Μαριωρή να τρέχει στους δρόμους με ξέπλεκα μαλλιά και να φωνάζει:

“Κλέφτες σκοτώσανε τον Χρήστο! Βοήθεια.”

»Το χωριό αναστατώθηκε. Ως το πρωί ακουγόντουσαν οι ντουφεκιές. Το σπίτι του Χρήστου ήταν γεμάτο κόσμο. Ο γέρο πατέρας του πεσμένος σ’ ένα σοφά έκλαιγε με αναφιλητά. Ο Δημητρός ο αδελφός του, βημάτιζε νευρικά κι’ έσφιγγε τις γροθιές του.

»Ο Χρήστος ήταν ξαπλωμένος χάμω με τρυπημένο το κεφάλι από δύο σφαίρες. Το πρόσωπό του είχε φοβερές γρατσουνιές, γεγονός που μαρτυρούσε ότι είχε προηγηθεί του φόνου μια άγρια πάλη. Κανείς δεν υποψιάστηκε τίποτε κι’ όλοι πίστεψαν πως κάποιος κλέφτης τον είχε σκοτώσει.

»Η Μαριωρή, αν και την ρώτησαν πολλές φορές, δεν μπόρεσε να δώσει αρκετές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του δολοφόνου. Δεν τον είδε, κι’ αν τον είδε δεν θυμόταν. Όταν άκουσε της πιστολιές πετάχτηκε από τον ύπνο. Τότε κάποιος πηδούσε από το παράθυρο, ενώ ένα βαρύ σώμα σωριαζότανε στο πάτωμα. Αυτά κατέθεσε η Μαριωρή στην ανάκριση.

»Ένας χρόνος πέρασε από τότε. Η Μαριωρή μαυροφορέθηκε κι’ έκλαιγε τον πεθαμένο. Δεν ήθελε καθόλου να βγαίνει από το σπίτι της. Πάντα ο πεθερός της και ο Δημητρός προσπαθούσανε να την διασκεδάσου. Ήταν απαρηγόρητη.»

«Καλά μα δεν έμαθαν ποιος σκότωσε τον Χρήστο;»

«Αν έμαθαν; Άκουσε και θα δεις.»

Μια δυνατή βροχή ξέσπασε στο χωριό ένα βράδυ. Αστροπελέκια έπεφταν και σχίζανε στη μέση τα ψηλά δέντρα. Ο Δημητρός πού ‘τυχε να ‘ναι στο διπλανό χωριό βρέθηκε στο δρόμο την ώρα της βροχής…

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή