Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ VIIΙ

Ο Ουζούνωφ σφάζει τρεις δικαστές

Στο Σαρμπένσκοβο της Βουλγαρίας ταξιδιώτες και χωροφύλακες πίνουν μέσα σ’ ένα πανδοχείο. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει. Ο Ντότσο Ουζούνωφ είναι όρθιος με τα χέρια στη μέση. Πίσω από τους ώμους του, μέσω των σπασμένων γυαλιών βλέπει κανείς τα όπλα των συντρόφων του που περνούν.

Ο πανδοχέας, οι ταξιδιώτες και οι χωροφύλακες κλείνονται στο υπόγειο. Οι ληστές φτιάχνουν ένα φράγμα στο δρόμο, σταματούν τέσσερα με πέντε αυτοκίνητα, χτυπούν και ληστεύουν. Ταυτοχρόνως, πίνουν, τραγουδούν και γελούν. Η ζωή είναι ωραία για τους ανθρώπους αυτούς. Ένα τελευταίο αυτοκίνητο προσκρούει στις πέτρες που βρίσκονται στο δρόμο.

Οι άνθρωποι του αρχηγού σέρνουν προς το πανδοχείο τέσσερις ταξιδιώτες.

«Προσέξτε!», φώναξε ένας απ’ αυτούς στους ληστές, «είμαστε δικαστικοί.»

Και πράγματι ήταν οι δικαστές Γκώντσεβ, Μάντσερ, Ντότσεβ και Στονιάνωφ.

Ο Ντότσο Ουζούνωφ γεμάτος οργή σήκωσε τα χέρια του και ούρλιαξε:

«Δικαστές; Δικαστές; Να σκοτωθούν όλοι!»

Οι άνδρες της συμμορίας έσπευσαν και τα μαχαίρα υψώθηκαν.

Δεμένοι και συρμένοι με τα γόνατα οι Γκώντσεφ, Μάντσεφ και Ντότσεφ σφαγιάστηκαν σαν πρόβατα. Την στιγμή που ένα μαχαίρι μπήγονταν στον τελευταίο, τον Στογιάνωφ, ένας από τους ληστές σήκωσε το χέρι του!

«Σταματήστε», είπε στον Ντότσο. «Σου ζητώ την χάρη γι’ αυτόν. Με δίκασε και με αθώωσε γιατί δεν υπήρχαν αποδείξεις.»

«Έστω», είπε ο Ουζούνωφ.

Έπειτα με αίμα έγραψε στον τοίχο μια επιγραφή και κλείνοντας την πόρτα με κλειδί, αφήνοντας τους επιζήσαντες τρομαγμένους και βυθισμένους μέσα στην σφαγή, οι ληστές έφυγαν.

Ο τραυματίας μου μού προσθέτει με θλιβερή φωνή:

«Ο Ουζούνωφ δεν είναι ένας κομιτατζής. Είναι ένας ληστής.»

Ο κομιτατζής που είναι μαζί μας λέγεται Μάσκρη. Κάτι θέλει να μου ζητήσει, αλλά δεν τολμά. Τέλος έπειτα από πολλούς δισταγμούς τα χείλη του κινούνται.

«Σείς θα πάτε στην Θεσσαλονίκη», μου λέει. «Δεν θα μπορούσατε να με φέρετε έως την Μαζαντέλαν; Γεννήθηκα εκεί σ’ ένα μικρό χωριό.»

«Αλλά πως βρέθηκες στα βουνά;»

«Ίσως δεν θα γινόμουν ποτέ εκείνο που είμαι. Όταν όμως ήμουνα 20 ετών, το 1915, ο αδελφός μου έκλεψε την γυναίκα που αγαπούσα εγώ. Έκτοτε έφυγα και δεν θέλησα να επιστρέψω και ποτέ ούτε έδωσα ειδήσεις μου. Με νομίζουν νεκρό, σκοτωμένο κατά τον πόλεμο. Τώρα, δεν θα με αναγνωρίσουν πια…

*

Είναι σούρουπο. Το χωριό είναι ωραίο σαν ζωγραφιά. Και οι τρεις στεκόμαστε όρθιοι πίσω από ένα φράχτη μπροστά σε ένα κήπο. Στο βάθος υπάρχει ένα σπίτι. Ένα μεγάλο παράθυρο φωτίζεται και βλέπει κανείς μερικούς ανθρώπους να περπατάνε. Μια νεαρά γυναίκα περνά από καιρό σε καιρό. Πηγαίνει από την καπνοδόχο στο τραπέζι. Μια γριά καθισμένη ράβει.

Ο Μάσκαρη είναι στηριγμένος με τα δύο χέρια επάνω σ’ ένα ραβδί και σκέπτεται απελπισμένα.

«Η γυναίκα του και η μητέρα μου», λέει

Περνούν λίγα λεπτά. Ξαφνικά ο κομιτατζής κινείται και μας σφίγγει τα χέρια.

«Χαίρετε, ευχαριστώ.»

Πηδώντας απομακρύνεται προς το βουνό. Έπειτα σταματά και προτού εξαφανιστεί στρέφει. Ακούγεται μέσα στο σκοτάδι μια διαπεραστική φωνή:

«Ματ… Ματ… Μαμά… Μαρά.»

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει. Η δύο γυναίκες εμφανίζονται. Η νεώτερη παραμένει παγωμένη στον τοίχο. Η γριά μάνα τρέχει προς τον κήπο, φτάνει στον φράχτη και περιμένει με αγωνία να ξανακούσει τη γνώριμη αυτή φωνή. Μα το βουνό παραμένει βουβό. Το μυστικό κανείς δεν το πρόδωσε.

Ο Αζίζ με σέρνει για να εξακολουθήσουμε την πορεία μας.

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή