Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ XΙΙ

Σ' ένα μπαρ Άγγλων ναυτών στη Θεσσαλονίκη

Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ο ουρανός ήταν αρκετά καθαρός και οι πρώτες ακτίνες του ηλίου ρόδιζαν της κορυφογραμμές.

Ο Αζίζ συνεχίζει τις ιστορίες του που ήταν γεμάτες ενδιαφέρον. Έπαιρνε την φαντασία μου και την ανάγκαζε ν’ αναπαραστήσει διαφόρους θρύλους και ηρωικές σκηνές. Γνώριζε κατά βάθος όλες τις διακλαδώσεις της ληστείας στα Βαλκάνια και μου ομολόγησε ότι ουδέποτε έπαψε να μαθαίνει κάθε τι σχετικό με αυτές.

Κατά τα έτη της ακουσίας εξορίας του η μητέρα του τον είχε κρατήσει ενήμερο με μακροσκελείς επιστολές όλων των συμβάντων. Τα γνώριζε όλα σαν να είχαν εκτυλιχτεί μπρός στα μάτια του.

Όταν αφήσαμε το μικρό χωριό και μέσω της μεγάλης οδού πλησιάζαμε προς την θάλασσα, ο Αζίζ σταμάτησε το αυτοκίνητο μια στιγμή σ’ ένα μέρος καμένο και έρημο. Υπήρχε εκεί μόνο μια πηγή που προστατεύονταν από βράχους και στα νερά της οι όμορφες χωριατοπούλες έπλεναν τα ασπρόρουχά τους.

«Εκεί γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος» μου είπε. «Αυτός υπήρξε ο πρώτος μέγας ληστής…»

*

Η ημέρα εκείνη ήταν η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, μια από της πιο σημαντικές γιορτές των ορθοδόξων χωρών. Σ’ όλα τα χωριά οι γυναίκες φορούν τα γιορτινά τους και οι άνδρες καθισμένοι στις καρέκλες των καφενείων, που είναι απλωμένες στο δρόμο έριχναν πιστολιές στα σύννεφα.

Εκείνοι που λέγονταν Δημήτριοι είχαν κρεμασμένο ένα σπαθί στο στήθος τους και δέχονταν τις θερμές ευχές των κοριτσιών. Ο Αζίζ με βεβαίωσε ότι ήταν ημέρα σιωπηρής ανακωχής. Κανένας ληστής δεν τολμούσε να σταματήσει διαβάτη και κανένας χωροφύλακας δεν τολμούσε να σηκώσει το όπλο του κατά των ληστών.

Οι περισσότεροι κακοποιοί γιόρταζαν τον άγιο τους στο βουνό ίσως γύρω από ένα αρνί ψημένο ολόκληρο και με κρασί της Σάμου. Μερικοί, οι τολμηρότεροι κατέβηκαν στο χωριό τους.

Οι φίλοι τους συγκεντρώνονταν γύρω τους κι’ αλλοίμονο σ’ εκείνον που θα τολμούσε να τους επιτεθεί. Θα τον έσφαζε όλο το χωριό που θεωρούσε μεγάλη του τιμή να φιλοξενεί ένα ληστή.

Κι’ αν ποτέ βρισκότανε κανένας που θα έτρεχε στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό για να καταδώσει το γεγονός οι χωροφύλακες δεν ήταν πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν.

Και πράγματι βρέθηκε ένας τέτοιος άνθρωπος την ημέρα εκείνη.

«Ο Αφριδόπουλος και ο Κρούνης ή Μίριεφ, είναι στο χωριό», φώναξε ο χωρικός κατάχλωμος και τρέμων.

Αλλά ήταν ώρα που τα κορίτσια βγαίνουν από την εκκλησία. Οι χωροφύλακες γυάλιζαν τις μπότες τους και τα κουμπιά της στολής τους.

«Το πιστεύεις; Το πιστεύεις;» Του έλεγαν. Μας φαίνεται πως γελάστηκες.

*

Ο δρόμος πλάτυνε τόσο που έγινε στο τέλος μια μεγάλη λεωφόρος γεμάτη χαλίκια. Οι χωρικοί που έσκαβαν στους αγρούς τους, άφηναν της αξίνες τους και μας χαιρετούσαν.

Και έτσι φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Επισκέφθηκα τον Πρόξενο και της επιτόπιες εφημερίδες. Με άπειρη ευγένεια μου μίλησαν για την εμπορική εξέλιξη της μεγάλης αυτής Ελληνικής πόλης, για το μέλλον της, για τα πολιτικά και για της διαφορές μεταξύ Εβραίων και Ορθοδόξων. Κάθε φορά όμως που μιλούσα περί ληστών είδα να φωτογραφίζεται κάποια στενοχώρια στα πρόσωπά των συνομιλητών μου.

Υπήρχε μια λέξη, ένα όνομα που δεν μπορούσε κανείς να το προφέρει χωρίς φόβο. Ήταν τ’ όνομα του Τζατζά που είχε γίνει ξακουστός μετά την τελευταία του ληστεία στο Περτούλι. Η τόλμη του είχε καταπλήξει ολόκληρη την Ελλάδα. Η κυβέρνηση είχε ρεζιλευτεί σε τέτοιο σημείο που έστειλε λόχους στρατιωτών, ιππικού και αεροπλάνα για να πετύχουν να τον συλλάβουν. Μα του κάκου. Αυτός ήταν ασύλληπτος, σαν ημίθεος κι’ όπως κατάλαβα ούτε θα τον έπιαναν ποτέ. Την νύχτα ο Αζίζ με οδήγησε στο μπαρ των Άγγλων ναυτών που βρίσκεται σ΄ ένα στενό δρόμο της Θεσσαλονίκης.

Ο καταστηματάρχης ήταν ένας παλαιός Άγγλος τζόκεϋ που είχε περάσει όλο σχεδόν το στάδιό του στο Παρίσι και που είχε τώρα ξεπέσει εις την Μακεδονική πρωτεύουσα.

Περίεργοι άνθρωποι σύχναζαν στο μπαρ αυτό. Είχαν ύποπτες φυσιογνωμίες, βλέμμα ανήσυχο και μιλούσαν πάντα με μεγάλη επιφύλαξη.

Ο άνθρωπος που ζητούσε ο Αζίζ και με τον οποίον γνωριστήκαμε σε λίγο ήταν ένας πολύπειρος Έλληνας πλοίαρχος. Ο Αζίζ μόλις τον γνώρισε, αλλ’ είχε μάθει ότι ήταν από το ίδιο χωριό που κατάγεται και ο μυστηριώδης Τζατζάς.

«Αυτός μπορεί να σου δώσει αρκετές πληροφορίες, μου ψιθύρισε στ’ αυτί. Ρώτησέ τον και θα σου πει.

Δυστυχώς ο πλοίαρχος δεν μιλούσε Γαλλικά, αλλά κατορθώσαμε να συνεννοηθούμε με ένα μίγμα από Αγγλικές και Ισπανικές λέξεις.

Μου είπε πως είχε έρθει από την Ν. Αμερική και είχε ακούσει να γίνεται εκεί κάτω λόγος περί του διασήμου Βραζιλιάνου ληστή Λαμπιόν. Από πρόσφατο ταξίδι στη Βραζιλία είχε μάθει πολλά περί του διασήμου αυτού ληστή.

«Ο Λαμπιόν», συνέχισε, «είναι ένας αρχηγός συμμορίας που κυριαρχεί ολοκλήρου της περιοχής του Ρίο Γκράντε. Θρασύτατος, άριστος σκοπευτής, ακολουθούμενος από τολμηρούς οπαδούς περιφρονεί κυριολεκτικώς τον νόμο και δεν φοβάται ν’ αγωνιστεί με τις δυνάμεις της αστυνομίας διεξάγοντας αληθινές μάχες. Οι γαιοκτήμονες συνθηκολογούν μαζί του.

Διεξάγει όπως θέλει τις εκλογές στην περιφέρεια και λένε πως κάποιος Βραζιλιανός πολιτικός οφείλει την ταχεία ανάδειξη του στο γεγονός ότι είναι φίλος και προστατευόμενος του Λαμπιόν.»

«Αλλά και ο Τζατζάς, μου φαίνεται πως έχει τον ίδιο χαρακτήρα», του είπα εν τέλει.

Και με δύο ακόμη ουΐσκια κατόρθωσα να τον κάνω να μιλήσει.

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή