Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ XΙ

Όπου ο Δημητρός Στούρκωφ σκοτώνεται

«Και πως έπιασαν τον Δημητρό;» ρώτησα τον Αζίζ.

«Η ιστορία του είναι μεγάλη και θα σου την διηγηθώ αν σ’ ενδιαφέρει.»

«Και βέβαια θα ήθελα να μάθω το τέλος της. Ξέρεις βέβαια την περιέργειά μου για τη ζωή των ληστών. Γνωρίζεις τι μ’ έφερε στους τόπους αυτούς.»

«Άκουσε την λοιπόν και θα πειστείς και συ ότι οι βασιλείς των βουνών, όπως τους ονομάζετε σεις οι άνθρωποι των πόλεων, δεν είναι όντα με θηριώδη ψυχή και χυδαία αισθήματα. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις. Είναι πολύ λίγες κι’ αυτές οφείλονται σε τραγικά περιστατικά.

»Όταν ο Δημητρός βρέθηκε στο δρόμο, ύστερα από το φοβερό μακελειό, τα χέρια του ήταν γεμάτα αίμα. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και τ’ αστέρια άρχισαν σιγά-σιγά να λαμπυρίζουν. Ο αέρας όμως φυσούσε ακόμη με τόση μεγάλη λύσσα που ξερίζωνε ολόκληρα δέντρα.

»Ο Δημητρός στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να γυρίσει στο χωριό; Πρώτα-πρώτα δεν ήθελε να λυπήσει την γριά μάνα του κι’ ύστερα φοβότανε πως θα τον έπιαναν. Και ξέρεις άμα μπλέξει κανείς με την αστυνομία. Δεν γλυτώνει ώσπου να πεθάνει.

«”Θα γίνω ληστής”, μουρμούρισε. “Έτσι το ‘φερε η τύχη. Ληστής που θα κτυπά αλύπητα εκείνους που αδικούν, ληστής που θα βοηθά εκείνους που δυστυχούν”.

»Η απόφαση του πια είχε ληφθεί. Με βήμα σταθερό τράβηξε για το βουνό, ενώ το σπιτικό τον περίμενε μάταια.

*

»Πέρασαν από τότε πέντε μήνες. Τ’ αμούστακο παιδί πού ‘ταν το καμάρι του χωριού, που τόσες κοπέλες το γλυκοκοιτούσαν, τρομοκρατούσε τώρα ολόκληρες περιοχές. Η συμμορία του ήταν φοβερή. Ποτέ απόσπασμα δεν τόλμησε να την αντικρούσει. Ο Δημητρός δρούσε παντού. Πότε στην Αλβανία, πότε στην Ελλάδα, πότε στην Σερβία και πότε στην Βουλγαρία.

»Η τόλμη του και τα κατορθώματά του είχαν καταπλήξει την κυβέρνηση της Σόφιας που τον επικήρυξε για δύο εκατομμύρια λέβια. Λήστεψε ολόκληρα καραβάνια. Μια μέρα μάλιστα έπιασε και τον διευθυντή της αστυνομίας μόνο και μόνο για να του πάρει την κάρτα του.

»Στο χωριό του δεν κατέβηκε ποτέ. Όταν ήθελε να συναντήσει τους δικούς του τους έβρισκε κάτω στις φάραγγες. Έστελνε στην μάνα του ό,τι πολύτιμο είχε. Την αγαπούσε πολύ. Δεν ήθελε να της λείπει ούτε του πουλιού το γάλα. Η αγάπη του αυτή ήταν η καταστροφή του. Αυτή τον σκότωσε και ιδού πως:

»Δύο άνθρωποι συνωμότησαν για να τον καταδώσουν και να πάρουν την επικήρυξη. Συνεννοήθηκαν λοιπόν να τον ειδοποιήσουν ότι η μάνα του έπαθε έξαφνα συμφόρηση και τον κράζει στο προσκέφαλό της επειδή πρόκειται να πεθάνει.

»Ο Δημητρός χωρίς να πολυσκεφτεί τι έκανε, άφησε την παλληκαριά του και ροβόλησε για το χωριό. Σχεδόν πετούσε, ενώ η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Ήθελε να την προλάβει ζωντανή. Και να ‘ξερε σε τί παγίδα είχε πέσει.

»Πίσω από κάτι δένδρα φύλαγαν οι δύο προδότες. Μόλις τον αντίκρισαν άρχισαν τις ντουφεκιές. Δύο σφαίρες τον βρήκανε στο στήθος μα δε σωριάστηκε χάμω. Μόνο κλονίστηκε και κατόρθωσε να φτάσει σε μια πέτρα όπου οχυρώθηκε κι’ άρχισε κι’ αυτός να πυροβολεί. Μα η πληγές ήταν βαθιές και το αίμα έτρεχε άφθονο. Σε λίγο άλλη μια σφαίρα τον έκανε να χάση τις αισθήσεις του. Οι δύο προδότες όταν βεβαιώθηκαν ότι είχε καταστεί ακίνδυνος, τον κοντοζύγωσαν και του ‘κοψαν το κεφάλι. Όλο το χωριό έκλαψε τον χαμό του».

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή