Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ X

Όπου ο Δημητρός Στούρκωφ παίρνει τα βουνά

Ο Δημητρός είχε φτάσει στα πρόθυρα του χωριού. Μεταξύ των πρώτων σπιτιών ήταν κι’ αυτό που ζούσε η νύφη του. Σκέφθηκε να καταφύγει εκεί. Η βροχή άλλωστε όλο και δυνάμωνε. Χωρίς λοιπόν να διστάσει πήδηξε τον φράκτη, διέσχισε τον λαχανόκηπο κι’ ήταν έτοιμος να χτυπήσει την πόρτα, όταν πίσω από την κουρτίνα του παραθυριού είδε δύο σκιές να κινούνται.

Χίλιες υποψίες γεννήθηκαν στο μυαλό του. Έμεινε σαν απολιθωμένος, ενώ τα μάτια του καρφώθηκαν εκεί.

Ναι, τους είδε να σμίγουν, ν’ αγκαλιάζονται να φιλιούνται. Ασφαλώς ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα ήταν εκείνη, η νύφη του η Μαριωρή. Αλλά ο άνδρας; Ποιος ήταν αυτός πού ‘χε τολμήσει να πατήσει το πόδι του στο σπιτικό του αδελφού του.

Ο Δημητρός έβγαλε τα παπούτσια του κι’ άνοιξε την πόρτα σιγά-σιγά. Τ’ αστροπελέκια πού ‘πεφταν έπνιξαν κάθε θόρυβο. Κανείς δεν τον κατάλαβε. Περπατώντας στα νύχια των ποδιών του και κρατώντας την ανάσα του έφθασε έξω από το δωμάτιο που ήταν οι δυο τους. Τους άκουσε να μιλάνε. Τέντωσε τ’ αυτιά του για να μη χάση ούτε μια λέξη απ’ όσα έλεγαν.

«Μαριωρή», ψιθύριζε εκείνος, «το μαρτύριο αυτό πρέπει να τελειώσει. Πρέπει να παρθούμε. Δεν μπορώ να ‘ρχομαι σαν κλέφτης στο σπίτι σου.»

«Κάνε ακόμη υπομονή, Στάμο μου. Κοντεύει να χρονίσει.»

«Ναι, μα δεν αντέχω πια. Θέλω να βρίσκομαι διαρκώς κοντά σου, γιατί νομίζω πως τις νύχτες βλέπω το φάντασμα του διαρκώς να με καταδιώκει. Στα μάτια μου έχω πάντα την τραγική εκείνη βραδιά. Θυμάσαι πως παλέψαμε; Λίγο έλειψε να με μαχαιρώσει. Αν δεν προλάβαινα να του φυτέψω δυο σφαίρες στο κεφάλι, θα με είχε ξεμπερδέψει. Δεν ξέρεις με τι λύσσα του έριξα. Ήταν ένας κλέφτης. Με το χρήμα του μού είχε κλέψει εσένα, την γυναίκα που αγαπούσα.»

Ο Δημητρός πάγωσε όταν άκουσε τα λόγια αυτά. Νόμισε πως ονειρευόταν. Τα χείλια του έτρεμαν. Ύστερα τα δόντια του άρχισαν να τρίζουν. Έσφιξε τις γροθιές του. Το μαχαίρι του ήταν στη θήκη του στη μέση του. Το άδραξε με το δεξί του χέρι, έσπρωξε την πόρτα και όρμησε μέσα στο δωμάτιο.

«Κακούργε», μούγκρισε και πήδησε πάνω στον ερωμένο της νύφης του.

Τα δύο σώματα κυλίστηκαν στο πάτωμα.

Η Μαριωρή οπισθοχώρησε έντρομη κι’ άσπρη σαν το χιόνι. Οι δυο άνδρες πάλευαν θανάσιμα. Από το στόμα τους έβγαιναν αφροί. Σε μια στιγμή ο Δημητρός, πιο χειροδύναμος από τον άλλο, τον κόλλησε στον τοίχο και βύθισε το μαχαίρι του δύο φορές στις σάρκες του. Εκείνος σωριάστηκε χάμω. Ήτανε νεκρός. Ύστερα άρπαξε τη Μαριωρή από τα μαλλιά, την έβαλε να γονατίσει και την έφτυσε στο πρόσωπο.

«Σκύλλα, τώρα θα σε σφάξω», ούρλιαξε. «Έφαγες τον Χρήστο, μα εγώ θα σου πιω το αίμα.»

«Λυπήσου με», τον ικέτευσε.

«Εγώ να λυπηθώ εσένα; Άντε να τελειώνουμε. Κάνε την προσευχή σου και ζήτησε συγχώρεση απ’ το Θεό για το έγκλημα πού ‘κανες.»

Η Μαριωρή δεν είπε άλλη λέξη. Την άλλη μέρα βρήκαν το σώμα της με τριάντα μαχαιριές. Τόσες μπόρεσαν να μετρήσουν.

«Κι ο Δημητρός;» ρώτησα τον Αζίζ.

«Από κείνη τη βραδιά πήρε τα βουνά. Έγινε ληστής, τόσο άφοβος, που τ’ αποσπάσματα δεν τολμούσαν να τον καταδιώξουν. Και δεν θα τον έπιαναν αν δεν μεταχειριζόντουσαν μπαμπεσιά.»

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir 

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή