Η ληστεία της Πέτρας – Επίλογος

Να μη μας σκοτώσουν θέλουμε και εδώ μέσα ζούμε και εκατό χρόνια

Κεφάλαιο 30 (5 Μαρτίου 1930)

«Κύριε διευθυντά, δεν είμαστε κορίτσια να φοβόμαστε. Καταλαβαίνουμε. Ήλθε η ώρα να πάμε περίπατο στον άλλον κόσμο. Τι μας το κρύβεις;»

Ο κύριος Καμβύσας, με τη συνηθισμένη του ηπιότητα, προσπάθησε να διασκεδάσει την υπόνοια του Γιάννη Ρέντζου.

«Εσείς πάντοτε απομονωμένοι είστε. Βλέπετε, σας φοβούνται όλοι πως θέλετε να δραπετεύσετε.»

«Καλά εμείς οι δυο, τους άλλους τρεις γατί τους απομονώσατε;»

«Γιατί πήγαν και είπαν μερικοί στον εισαγγελέα ότι σχεδίαζαν να φύγουν.»

Ο Γιάννης Ρέντζος δείχνει εκείνη τη στιγμή ότι πιστεύει τις διαβεβαιώσεις του διευθυντή, ενώ ο Θύμιος του απαντάει:

«Παρηγοριές…»

Συγχρόνως, οι τρεις από τους αυτουργούς της ληστείας της Πέτρας, Κωνσταντίνος Καψάλης, Ευάγγελος Κόκκαλης και Φίλιππος Διαμαντής, καθώς δεν τους δόθηκαν για ανάγνωση οι εφημερίδες που πριν λίγες μέρες έγραφαν για την απόρριψη της αίτησης χάριτος και ούτε οι συνήγοροι τούς είχαν στείλει σχετική επιστολή, νομίζουν πως η δικογραφία βρίσκεται ακόμα στο προεδρικό μέγαρο. Ο Διαμαντής λοιπόν δίνει διάφορες εξηγήσεις στους ομότυχούς του.

«Μας απομόνωσαν επειδή είναι αποκριές. Μήπως πιει κανένας μας κρασί και γίνουν παρατράγουδα.»

«Και γιατί δεν απομόνωσαν και τους άλλους», παρατηρεί ο Κόκκαλης, που αντιλαμβάνεται περισσότερο την τραγικότητα της θέσης τους.

«Γιατί οι άλλοι δεν έχουν βαριά ποινή σαν κι εμάς.»

Τη στιχομυθία αυτή ακούει ένας δεσμοφύλακας, ο οποίος σπεύδει να τους καθησυχάσει περισσότερο.

«Δεν είναι τίποτα. Λαμβάνονται τα μέτρα αυτά, γιατί είπαν πως θέλετε να το σκάσετε.»

Ο Καψάλης, σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή, λέει αναστενάζοντας:

«Εμείς να φύγουμε; Να μη μας σκοτώσουν θέλουμε και εδώ μέσα ζούμε και εκατό χρόνια».

Έτσι πέρασε ένα ολόκληρο επταήμερο μέσα στην αμφιβολία και την αλληλοπαρηγοριά.     Μόνο οι Ρεντζαίοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται σε ποια κατάσταση βρίσκονται. Σιωπηλοί και μένοντας ξαπλωμένοι στο βάθος του κελιού τους καπνίζουν. Κάποια αμυδρή ελπίδα τούς είχε μείνει στα βάθη της ψυχής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ρωτάνε συνεχώς τους δεσμοφύλακες.

«Μήπως έχουμε κανένα γράμμα από την Αθήνα;»

«Όχι!»

«Από τα Γιάννενα;»

«Ούτε.»

«Τότε βάλτου ρίγανη.»

Το τελευταίο βράδυ, οι υπόνοιές τους ενισχύονται. Η φρουρά των φυλακών πυκνώνει και οι δεσμοφύλακες ερευνούνε επιμελώς τα κελιά τους. Ο Γιάννης, απευθυνόμενος στον Θύμιο, λέει:

«Δεν σου τα έλεγα; Τελειώσανε τα ψέματα. Έτσι δεν είναι κύριε Καμβύσα;»

«Μια πληροφορία είχαμε ότι κρύβατε όπλα, η οποία, μπράβο σας, αποδείχτηκε ανακριβής!»

Ο Γιάννης μειδιάζει.

«Από εδώ και πέρα, μπράβο μας θα λες…»

Οι άλλοι μελλοθάνατοι αποθαρρύνονται και αυτοί, ιδίως όταν αντιλαμβάνονται ότι ο κύριος Καμβύσας δεν αναχωρεί για την οικία του αλλά παραμένει στο γραφείο του.     

*

Η εκτέλεση πρέπει να γίνει με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα και ο αντιεισαγγελέας κύριος Γρανίτσας έχει λάβει όλα τα μέτρα προς αποφυγή κοσμοσυρροής. Αυτές είναι οι εντολές που του δοθήκαν τηλεγραφικώς από την Αθήνα, μήπως τυχόν επαληθευτούν οι διαδόσεις για απόπειρα απελευθέρωσης των Ρεντζαίων από ληστοτρόφους. 

Γύρω στις τέσσερις το πρωί, και ενώ σκοτάδι βαθύ επικρατεί ακόμα στο νησί, φτάνουν οι εντεταλμένοι για την εκτέλεση. Ο διοικητής της χωροφυλακής Κέρκυρας και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του σώματος. Μεταξύ αυτών, και ο αστυνομικός διευθυντής κύριος Καλυβίτης, ο οποίος, κατόπιν συνεννόησης με τον κύριο εισαγγελέα, έχει τοποθετήσει κατά αραιά διαστήματα στις οδούς που πρόκειται να διέλθει η πομπή ομάδες ένοπλων αστυφυλάκων, που έχουν καταλάβει τις θέσεις τους από την πέμπτη πρωινή.

Στις 4:30 είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι αρμόδιοι. Περίπου πενήντα στρατιώτες έχουν επίσης στρατοπεδεύσει έξω από τις φυλακές, με πλήρη τα όπλα τους. Οι μελλοθάνατοι αντιλαμβάνονται τον προκληθέντα θόρυβο και ο Γιάννης Ρέντζος ζητάει να δει τον διευθυντή κύριο Καμβύσα.

«Να μας στείλετε πνευματικό να εξομολογηθούμε.»

«Έχουμε ελπίδες ακόμα», του απαντάει.

«Άσε τα αστεία. Εμείς δεν δειλιάζουμε καθόλου. Στείλε μας και χαρτί να κάνω ένα γράμμα στη δόλια μου τη μάνα.»

Πράγματι, μετά από λίγο ο ιερέας των φυλακών μεταβαίνει αλληλοδιαδόχως στα κελιά των πέντε μελλοθάνατων και τους κοινωνεί. Εν τάχει και χωρίς περιττές διατυπώσεις. Οι Ρεντζαίοι επιμένουν ακόμα και στην τελευταία τους εξομολόγηση ότι είναι αθώοι για το έγκλημα της Πέτρας και ότι μόνο εκ των υστέρων το εκμεταλλεύτηκαν. Οι άλλοι τρεις καταριούνται τους Ρεντζαίους και τον Λάμπρο Στάθη που τους πήραν στο λαιμό τους.

Στις 6.15 όλη η θλιβερή αυτή διαδικασία έχει τελειώσει. Οι κατάδικοι έχουν γράψει τις επιστολές τους προς τους οικείους τους με τις τελευταίες τους θελήσεις. Οι περισσότεροι ξορκίζουν τους δικούς τους να κυνηγήσουν τη ληστεία, διότι εξαιτίας της πηγαίνουν και αυτοί χαμένοι.

Ο Γιάννης Ρέντζος γράφει επίσης και ένα γράμμα προς τη σύζυγό του, θυγατέρα του περίφημου Κολοβού. Την παρακαλεί να αναστήσει το παιδί του καλά και καταριέται τον πατέρα της διότι τον κατηγόρησε αδίκως στη δίκη.

Στις έξι το πρωί, οι αξιωματικοί της χωροφυλακής μπαίνουν στα κελιά τους και τους διατάσσουν να τους ακολουθήσουν. Τα δυο αδέλφια βγαίνοντας από τα κελιά τους, κάνουν το σταυρό τους. Πάντα κάνανε το σταυρό τους στον Θεό να τους βοηθήσει πριν αποφασίσουνε μια ληστεία. Και δεν έχουνε παράπονο. Οι δουλειές τους έβγαιναν καλά πέρα ως πέρα. Πα’ να πει πως τους βοηθούσε και πως συμφωνούσε. Πολλές φορές πήγαιναν στις εκκλησίες, καλούσανε τους παπάδες, λειτουργιόντουσαν και αφήνανε μερτικό από τις ληστείες στους αγίους. Αφήνανε πέντε χιλιάδες, δέκα ή και είκοσι πολλές φορές. Αυτό ίσως παίξει κάποιο ρόλο στην γνώμη που θα σχηματίσει ο Θεός τώρα.

Στην κεντρική πύλη των φυλακών, συναντιούνται με την τριανδρία των ομότυχών τους. Ο Θύμιος, απευθυνόμενος προς τον Κόκκαλη, λέει:

«Τα πληρώνουμε για σας».

«Εσείς μας πήρατε στο λαιμό σας και θέλετε και τα ρέστα!»

Ωθούνται από τους συνοδούς τους που τους χωρίζουν. Έξω τους περιμένουν δυο αυτοκίνητα πολυτελείας, των οποίων οι οδηγοί όταν ειδοποιήθηκαν δεν γνώριζαν ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Οι Ρεντζαίοι μπαίνουν στο πρώτο αυτοκίνητο, ακολουθούμενοι από δέκα χωροφύλακες, και στο δεύτερο μπαίνουν οι άλλοι τρεις. Δεν επιτρέπεται περαιτέρω συνομιλία και στις 6:30 η συνοδεία ξεκινάει. Η απόσταση μέχρι το παλιό φρούριο Κέρκυρας δεν είναι μεγάλη και σε δέκα λεπτά η θλιβερή πομπή έχει φτάσει. Αρκετός κόσμος έχει συρρεύσει, ανάμεσά τους και πολλοί μαθητευόμενοι αστυνομικοί από την κοντινή αστυνομική σχολή. Το μεγαλύτερο πλήθος όμως έχει συρρεύσει περιμένοντας να χαζέψει το θέαμα στο σημείο που μερικούς μήνες πριν είχε εκτελεστεί ο Καλαφάτης. Το πάθημά του θα το πληροφορηθεί αρκετές ώρες αργότερα.

Πλησιάζει ήδη εφτά το πρωί, όταν οι Ρεντζαίοι και οι τρεις συνεργοί τους βρίσκονται περικυκλωμένοι από πυκνούς στίχους χωροφυλάκων, στρατιωτών και αστυνομικών. Δύσκολα αποκρύπτουν την ταραχή τους. Το βλέμμα του Θύμιου είναι αγριωπό, παρότι χαμογελά διαρκώς. Ο Γιάννης Ρέντζος δεν μιλάει σε κανέναν, αφιερωμένος δήθεν στο τραγούδι του. Όταν μετά από λίγα λεπτά, με την ανατολή του ηλίου, προκειμένου να εκπληρωθεί ο όρος της ποινικής δικονομίας, στρατιώτες και χωροφύλακες παρουσιάζουν όπλα, οι λήσταρχοι γελούν.

«Έχουμε και τέτοια», ψιθυρίζει ο Γιάννης Ρέντζος.

Μόλις τελειώσει η ανάγνωση, ο εισαγγελέας κύριος Γιαννόπουλος ρωτά τους μελλοθάνατους αν έχουν να πουν τίποτα.

Όλοι σχεδόν εκφράζουν το παράπονο ότι η ποινή τους είναι βαρύτατη. Ο Γιάννης Ρέντζος λέει:

«Μας δικάσατε για τα προηγούμενα εγκλήματα. Όχι για την Πέτρα».

Ο Θύμιος σπρώχνει ελαφρά τον αδελφό του και λέει:

«Έτσι είναι Γιάννη. Καλά μας δίκασαν. Το είχαμε παρακάνει. Είχαμε κάνει τόσα εγκλήματα».

Κατόπιν, οι μελλοθάνατοι ζητούν από τους παρισταμένους να τους συγχωρήσουν και τέλος τοποθετούνται σε απόσταση δέκα μέτρων από το έτοιμο ήδη εκτελεστικό απόσπασμα. Τούτο έχει συγκροτηθεί από στρατιώτες και χωροφύλακες. Είναι τριάντα τον αριθμόν. Οι αποτελούντες τούτο έχουν διαταχτεί να σκοπεύσουν ανά έξι τον απέναντί τους κατάδικο. Οι μελλοθάνατοι τοποθετούνται με την ακόλουθη σειρά: Θύμιος Ρέντζος πρώτος δεξιά, δίπλα του ο Γιάννης, κατόπιν ο Κόκκαλης και κατά συνέχεια ο Καψάλης και ο Διαμαντής.

Ο Θύμιος μισοκλείνει τα μάτια του όταν βλέπει τους άνδρες του αποσπάσματος να γονατίζουν με τις κάννες στραμμένες εναντίον του. Λέει:

«Χτυπάτε, παιδιά, απ’ την κοιλιά και πάνω!»

Ο Γιάννης Ρέντζος έχει γίνει κατακίτρινος. Το κάτω χείλος του τρέμει ελαφρώς. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος διατάσσει:

«Επί σκοπόν!»

Ένας συρτός ομαδικός θόρυβος και οι άνδρες σκοπεύουν. Ο Γιάννης μόλις κρατιέται στα πόδια του. Ο Διαμαντής κοιτάζει ψηλά. Ο Καψάλης νομίζει κανείς ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει. Με ολάνοιχτα τα μάτια και μειδιάζοντας, κοιτάζει το απόσπασμα ο Κόκκαλης.

«Παιδιά, μη μου βγάλετε το μάτι γιατί εί…», φωνάζει τη  τελευταία στιγμή. Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει. Ποτέ δεν θα μάθουμε το λόγο που ήθελε να προστατέψει ειδικά αυτό το σημείο. Τον προλαβαίνει η φωνή του επικεφαλής του αποσπάσματος.

«Πυρ!» 

Μια τρομακτική ομοβροντία, λόγω του αριθμού των όπλων, ακούγεται, και πυκνός καπνός αναδύεται. Οι σφαίρες σφυρίζουν και οι πέντε κατάδικοι πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον. Ένας σωρός πτωμάτων έχει σχηματιστεί κάτω και για τη χαριστική βολή δυο αξιωματικοί αναγκάζονται να αραιώσουν τα πτώματα. Ο Γιάννης Ρέντζος έχει πέσει άπνους από την πρώτη στιγμή. Ο Θύμιος σπαρταράει ακόμα. Ο Κόκκαλης έχει μείνει με το χαμόγελο. Ο Διαμαντής έχει πέσει με το κεφάλι στο χώμα σαν να το δαγκώνει. Ο Καψάλης έχει υποστεί διάρρηξη της κοιλιάς του και το πουκάμισό του είναι κατακόκκινο. Πέντε αλλεπάλληλοι κρότοι ακούγονται ακόμη. Είναι οι χαριστικές βολές. Λίμνη ολόκληρη το αίμα γύρω από τα πέντε πτώματα. Μέσα στον ερυθρό αυτό κύκλο, στις 7:30 το πρωί, θα κλείσει ο κύκλος της αιματοβαμμένης τους ζωής.  

Τα πτώματα του Γιάννη και του Θύμιου παραδίδονται την επόμενη μέρα στη μητέρα τους. Τα αντικρίζει με ψυχραιμία.

«Δικαίως έπαθαν ό,τι έπαθαν, διότι πολλά είχαν κάνει», λένε κάποιοι ότι είπε.

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε επίσης:

Καμία δημοσίευση για προβολή