Η ληστεία της Πέτρας ΙΧ

Σωστοί αρκουδιαρέοι είναι αυτοί! Μας δέσανε σαν να είμαστε πουλιά και θα πετάγαμε | Η κόρη φωνάζει από τον πόνο και ο Συντόρης γλύφει το κόκκινο αίμα της που τρέχει

Κεφάλαιο 17 (21 Νοεμβρίου 1928)

Οι Ρεντζαίοι ζήτησαν να ξυριστούν. Όταν ο καλλωπισμός του προσώπου τους τελείωσε ζήτησαν να αλλάξουν ρουχισμό. Τους προσφέρθηκε τότε ιματισμός καθαρός άλλων φυλακισμένων, οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να δώσουν. Ο Γιάννης γυρίζει προς τον Θύμιο που είναι διαρκώς μελαγχολικός και του λέει αστειευόμενος:

«Έλα, κόντης μού ‘γινες!»

Ο Θύμιος κουνάει το κεφάλι του και απαντάει:

«Όρεξη έχεις!»

Το απόγευμα ζήτησαν τρεις φορές φαγητό και έφαγαν λουκούλλεια.

«Τουλάχιστον εδώ τρώμε της προκοπής και δεν πληρώνουμε λέει ο Γιάννης. Στη Βάρνα τρώγαμε από την τσέπη μας και μας έφερναν νερόβραστα σάπια κρέατα.»

Όταν έφτασε η νύχτα καταλήφθηκαν από κάποιον αρχέγονο φόβο. Ζητούσαν διαρκώς φως και αγόραζαν κεριά, τα οποία άφησαν αναμμένα μέχρι το πρωί. Παρήγγειλλαν και έπιναν διαρκώς τσάγια και πολύ αργά κατά τις δύο το πρωί κατόρθωσε να τους πάρει ο ύπνος.

Ξυπνάνε στις εφτά το πρωί περισσότερο ήρεμοι από την εφιαλτική νύχτα την οποία πέρασαν. Γυρίζουν μέσα στο εσωτερικό του στενάχωρου κελιού με αριθμό 5 των φυλακών Συγγρού. Είναι συνεχώς κλειδωμένοι στο κελί τους και δεν επιτρέπεται να έρθουν σε επαφή με κανέναν, ούτε καν με τους άλλους φυλακισμένους. Μέχρι να τελειώσει η ανάκριση δεν επιτρέπεται ούτε στη μητέρα τους να τους επισκεφτεί. Η πρωτοφανής αυτή απομόνωση τους έχει εκνευρίσει και βολτάρουν διαρκώς κατά μήκος του απομονωτηρίου, ανταλλάσοντας πού και πού καμιά λέξη μεταξύ τους. Οι μοναδικές στιγμές ευχαρίστησης είναι όταν τους φέρνουν το φαγητό. Προσπαθούν να κρατήσουν όσο παραπάνω τον φύλακα που μεταφέρει το φαγητό ή τον επόπτη, κύριο Καραγεωργώπουλο, ζητώντας τους διάφορες πληροφορίες.

Καπνίζουν διαρκώς. Διαβάζουν εφημερίδες και γελάνε, γιατί όλες μιλάνε γι’ αυτούς. Περισσότερο ο Γιάννης, ο οποίος είναι ο μάλλον μορφωμένος. Ο Θύμιος εξαγριώνεται μόνο μια στιγμή, όταν διαβάζει περικοπές κατά τις οποίες φέρετε να χάνει το θάρρος του κατά τη μεταφορά του στις ελληνικές φυλακές.

«Ποιος έχασε το θάρρος του; Ήμουν μαζεμένος. Πώς να περπατάω; Ντούρος; Αφού είχα 40 οκάδες αλυσίδα στα χέρια μου και με κρατούσαν έξι αστυφύλακες από τον λαιμό, τους ώμους και τα πισινά.» 

Άλλες στιγμές βολτάρει κατά μήκος του κελιού και σφυρίζει σιγανά άσματα της πατρίδας του, ενώ ο αδελφός του περισσότερο εύθυμος επιζητεί διαρκώς αφορμές για να συνομιλεί με τον επόπτη, κύριο Καραγεωργόπουλο, και τον κύριο Πουργάλη.

«Αν δεν λέμε και τίποτα, θα μουγκαθούμε, του εξηγεί.»

Τρίβει τους καρπούς των χεριών του και των ποδιών του διότι είναι ακόμα μουδιασμένος από τις αλυσίδες. Τον μιμείται και ο Θύμιος, ο οποίος περισσότερο σωματώδης δεν φαίνεται να υποφέρει τόσο από το μούδιασμα. Και οι δυο τους είναι εξοργισμένοι κατά των βουλγαρικών αρχών για τους τρόπους τους εναντίον τους.

«Σωστοί αρκουδιαρέοι είναι αυτοί! Μας δέσανε σαν να είμαστε πουλιά και θα πετάγαμε.»

«Λεφτά θα έπαιρναν, βλάμη, του απαντάει ο Θύμιος. Έπρεπε να πάρουν τα μέτρα τους μήπως τα χάσουν.»

Κεφάλαιο 18 (Χειμώνας του 1923-1924)

Τον πήρανε τον Ελιά και τον κλείσανε στην αρχή σε ένα λημέρι κοντά στο χωριό της Ποδογόρας. Όχι στο ίδιο που είχανε πάει τον Χρηστάκη, γιατί μπορούσε να έχει προδοθεί και τ’ αποσπάσματα θα γυρνούσαν σίγουρα από εκεί γύρω. Ο Μαραμένος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ξεθαρέψει. Έτρωγε λίγο και συχνά έκλεινε τα μάτια του να μην τους βλέπει. Είχε και δίκιο λίγο. Ο Συντόρης κακός, αλλά και θρήσκος πολύ, ζητούσε αφορμή να τον σφάξει έτσι στα καλά καθούμενα.

«Άσε με να τον σφάξω, για να παστρέψω λίγες μου αμαρτίες», έλεγε.

«Βρε ντροπή, βρε Συντόρη, του φώναζαν τα αδέλφια. Ας τον, μην τον φοβίζεις και πάει να κοκαλώσει από τον φόβο του.»

Πού να ακούσει όμως ο Συντόρης. Πήγαινε και του έβαζε το σπαθί στα μάτια και του έλεγε.

«Θα στα βγάλω μαγαρισμένε.»

Άλλοτε τραβούσε το πιστόλι του και του έριχνε δίπλα από το αυτί. Τούρτουρο τον έπιανε τον κακομοίρη τον Ελιά. Αλλά το χειρότερο ήταν αυτό. Ένα βράδυ, μόλις ο Γιάννης έχει πλαγιάσει, βλέπει τον Συντόρη να σέρνεται σαν φίδι σιγά-σιγά με το μαχαίρι γυμνό στο μέρος του αιχμαλώτου. Λίγο ακόμα και δεν θα προλάβαινε. Θα τον έσφαζε αυτό το παλιόπαιδο.

«Άσε με να γλιτώσω τις αμαρτίες μου!» Δικαιολογείτε ο Συντόρης που πιάστηκε από τον Γιάννη στα πράσα.

«Βρε άντε να χαθείς, μη λες κουταμάρες.»

«Η φάρα αυτονών δεν σταύρωσε τον Χριστό μας; Άσε και το είχα μανία να πάρω το κεφάλι ενός από την φάρα τους.»

«Προτιμάς να μην πάρουμε καθόλου λεφτά;»

«Τι σημασία έχουν τα λεφτά, αν θέλεις να γλιτώσεις από τις αμαρτίες σου;»

«Καλά-καλά, άντε κοιμήσου! Αύριο τα λέμε.»

*

Για τα λύτρα έστειλαν δυο τρεις φορές γράμμα στο πατέρα του για τρία εκατομμύρια λίρες αλλά αυτός ανέβαλε διαρκώς. Οι άνθρωποί τους που τον έβλεπαν τους έγραφαν ότι δεν μπορούσε να μετρήσει τόσα λεφτά.

Και έτσι πήγαινε το πράγμα. Ανέβαλε αυτός να τους πει μια τελική απάντηση, ανέβαλαν και αυτοί να του στείλουν τον γιο πίσω. Ύστερα συνέβη και κάτι άλλο. Τα αποσπάσματα γύριζαν δεξιά και αριστερά δίπλα τους σχεδόν και όχι μια και όχι δυο πήγαν να πέσουμε κατάμουτρα. Αλλάζανε, λοιπόν, λημέρια στο βουνό. Βλέποντας όμως ότι τα αποσπάσματα τους κόντευαν, πήρανε  μια πρωτότυπη απόφαση. Αφού τα αποσπάσματα γύριζαν στα βουνά, αυτοί θα πήγαιναν μέσα στη πολιτεία.

Ένα βράδυ ενώ χιόνιζε κατηφόρισαν στην πολιτεία, που είναι από τις μεγαλύτερες της Ηπείρου. Τα αστυνομικά τμήματα δεν ήταν παραπάνω από δέκα μέτρα μακρύτερα τους, αλλά πού να πάρει κανείς μυρωδιά ότι είναι τόσο κοντά.

*

Στο σπίτι εκείνο στο χωριό έμειναν δεκαπέντε μέρες και παραπάνω. Έριχνε χιόνι έξω κι έπρεπε να έχουνε ζέστη και καλοπέραση. Δεν βιάζονταν και τόσο να ξεμπερδέψουνε, αφού ο σπαγκοραμμένος ο γέρο Μαραμένος αργούσε να στείλει τα λεφτά. Δεν θα το κουνούσαν μάλιστα από εκεί, αν ένας από την παρέα, ο Γιώργος Μητροκώτσης, δεν είχε την ιδέα να κάνουν ένα γλέντι. Είχε τα γενέθλια του και ήθελε να τα γιορτάσει. Χρόνια ήταν στο κλαρί και ήθελε να το ρίξει έξω.

-Θα ξεσκάσουμε σήμερα, λέει και σηκώνεται πρωί-πρωί.

Πηγαίνει σε μια στάνη και αρπάζει δυο ζυγούρια πρώτης γραμμής. Τα ξεροψήνει και το μεσημέρι στρώνονται στο φαγοπότι. Τυριά, κρασί περίφημο από τη Ζίτσα και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Αλλά σαν να μην φτάνουν όλα αυτά ο Συντόρης μέθυσε, βγήκε στον δρόμο και ποιος ξέρει πού στο διάολο ανακάλυψε δυο γύφτους με καραμούζες. Μια σπασμένη γύφτικη λύρα βρέθηκε, και ο Γιώργος που γιόρταζε έπαιζε με τους γύφτους που έφερε ο Συντόρης. Το γλέντι άναψε και κόρωσε. Ο Συντόρης γκάριζε κλέφτικα τραγούδια και ο Θύμιος μερακλώθηκε και άρχισε τους αμανέδες.

Ο Γιώργος που γιόρταζε, έχει μπει στα ντουζένια του και σηκώνεται ξαφνικά να φύγει.

«Βρε πού πας;» Του φωνάζει ο Γιάννης.

«Τώρα στάσου και θα δεις τι θα φέρω, του απαντάει και χάνεται μέσα στο πυκνό χιόνι μαζί με τη νύχτα.» 

Έλειψε κάπου δυο ώρες και ώσπου να έρθει το είχανε ρίξει στο χορό. Επιστρέφει με δυο Αλβανίδες σαν τα κρύα τα νερά. Ο Συντόρης μόλις τις βλέπει μπήζει τις φωνές.

«Βρε καλώς τα κορίτσια. Καθίστε, καθίστε».

Η μια έχει χαμηλωμένα τα μάτια και η άλλη κλαίει.

«Πού τις βρήκες, μωρέ σατανά;» Τον ρωτάει ο Γιάννης.  

«Άστα! Που να στα λέω. Είναι παστρικές από ’δω. Κάνουν ψυχικά στην Ήπειρο, αλλά καλά κορίτσια. Της ήξερα και μπήκα σπίτι τους. Ήταν και δυο λεγάμενοι εκεί πέρα που τις γλυκοφιλούσαν. Έβγαλα το μαχαίρι μου και φώναξα. «Δρόμο από δω, γιατί σας κόβω τα λαρύγγια. Είμαι ο λήσταρχος Κότσης». Μπουχός έγιναν στο σκοτάδι. Πήδηξαν από τα παράθυρα. Κατόπιν από δω τα κορίτσια με ακολούθησαν. Μ’ αγαπάνε. Δεν είναι έτσι, πέρδικες μου;»

Ο Γιώργος, γελώντας, δίνει μια τσιμπιά στο σβέρκο της ψηλότερης, ώστε αυτή ουρλιάζει από τον πόνο. Ο Συντόρης αρπάζει την μια από αυτές και της βγάζει τα φουστάνια. Μόλις είδε τα άσπρα της πόδια τον έπιασε ανατριχίλα.

«Γεια σου, γοργόνα μου», φωνάζει!

Χιμάει στα πόδια της και της δαγκώνει το άσπρο κρέας σαν λυσσασμένος. Η κόρη φωνάζει από τον πόνο και ο Συντόρης γλύφει το κόκκινο αίμα της που της τρέχει.

«Γεια σου, γλυκοαίματη!»

«Αμάν, αγάπη μου, φωνάζει εκείνη. Πονώ! Πονώ! Κάνε μου ό,τι θες, αλλά μη με δαγκάνεις.»

«Άντε, χόρεψε τότες», της λέει ο Συντόρης και την ανεβάζει στο τραπέζι.

«Α! δεν πάει, δεν πάει έτσι, όχι. Βγάλ’το!», φωνάζει ο Γιώργος, αρπάζει την άλλη και της σκίζει το μπροστινό ρούχο του φουστανιού της. Λύσσαξαν τότε και οι δυο τους, και ο Συντόρης και ο Γιώργος, όπως τις βλέπουνε ολόγυμνες. Πηδάνε πάνω στο τραπέζι και τις κυλούν κάτω στην απλάδα στο πάτωμα. Σαν κριάρια ρίχνονται πάνω τους. Ο Γιάννης σβήνει την λάμπα για να μη βλέπουνε οι άλλοι και τους ακούνε μόνο ν’ αγκομαχούν σαν γελάδια. Μα ξάφνου ακούγεται μια ντουφεκιά έξω!

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Ο Ελιάς τρέχει πεσμένος πίσω στ’ άλογο και το αίμα του κοκκινίζει τα χιόνια | Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα υποστούν τέλεια επανάσταση και αναστάτωση με την εφεύρεση αυτή)

Καμία δημοσίευση για προβολή