Η ληστεία της Πέτρας ΧI

Sic transit gloria mundi | Άντε παιδί μου. Και κοίτα να μπεις στο δρόμο του Χριστού. Να βαφτιστείς, και τότε ό,τι με θέλεις είμαι παρών

Κεφάλαιο 21 (19 Νοεμβρίου 1928)

Ήδη η αμαξοστοιχία πέρασε και το Μενίδι. Πλησιάζει στην Αθήνα. Οι άνδρες της συνοδείας των δύο αλυσοδεμένων αδελφών ετοιμάζουν τις αποσκευές τους. Προς στιγμήν, τους ελευθερώνουν τα χέρια από τις χειροπέδες, ώστε να φορέσουνε τα παλτά τους. Θα κλείσουνε λιγάκι ανθρωπινά τα μάτια τους απόψε. Τρεις μέρες είναι άυπνοι.      

Στο σταθμό Λαρίσης υπάρχει κόσμος συγκεντρωμένος. Θέλει να παρακολουθήσει το θέαμα της επιβίβασής τους στα αστυνομικά αυτοκίνητα που θα τους μεταφέρουν στις φυλακές Συγγρού.

Για την ασφαλή τους αποβίβαση έχουν ληφθεί εξαιρετικά μέτρα, υπό την προσωπική επίβλεψη του Καλυβίτη, διευθυντή της αστυνομίας πόλεων. Έξω από το σταθμό έχει σχηματιστεί ζώνη από αστυφύλακες, η οποία μετά κόπου καταφέρνει να συγκρατήσει το πλήθος. Εντός του σταθμού έχει σχηματιστεί άλλη ζώνη αστυφυλάκων στο μέρος που θα αποβιβαστούνε. Εντός της ζώνης αυτής, έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία του κόσμου. Στις 10:15, το εξπρές φτάνει. Το βάρος των αλυσίδων είναι τέτοιο, που για να κατέβουν οι δυο, τρομεροί μεν στη όψη όμως ακίνδυνοι πλέον, ληστές από το βαγόνι υποβαστάζονται από τους αστυφύλακες.

Έχουν και οι δύο κανονικό ανάστημα. Ο Θύμιος είναι κοντότερος του Γιάννη και λίγο παχύτερος. Ο Γιάννης έχει χαρακτηριστικά κάπως λεπτότερα και το βλέμμα του, νυσταγμένο όπως είναι, μοιάζει σαν να κλείνει μια πραότητα ή μια συγχώρεση για όσους τον αδίκησαν. Προσπαθεί να φανεί αδιάφορος. Αντιθέτως, ο Θύμιος έχει μια επιδερμίδα χονδροειδή, χείλη χονδρά και βλέμμα βλοσυρό. Και οι δύο φορούν ρούχα αρκετά καλά, αν και έχουν να τα αλλάξουν καμιά εικοσιπενταριά μέρες και κοιμούνται με αυτά. Τα καπέλα τους, μοντέρνες ρεπούμπλικες, είναι στο επάνω μέρος δικτυωτές. Δεν φοράνε κολάρο. Είναι αξύριστοι και χλωμοί από τη στεναχώρια και την ταλαιπωρία της φυλακής και του ταξιδιού.     

Διέρχονται την αίθουσα του σταθμού και επιβιβάζονται σε ένα από τα δύο αναμένοντα αστυνομικά αυτοκίνητα. Στο άλλο επιβιβάζονται ο Καλυβίτης και ο τμηματάρχης της διεύθυνσης αστυνομίας πόλης, κύριος Βλαστάρης.

Λίγη ώρα μετά, φτάνουν. Αποβιβάζονται από το αυτοκίνητο και μεταφέρονται πεζή στη φυλακή Συγγρού. Πρώτος ο Γιάννης και πίσω ο Θύμιος. Πριν την πύλη, τους φωτογραφίζουν δημοσιογράφοι και μετά τους παραδίδουν στη φυλακή.  

Sic transit gloria mundi. Σε λίγο καιρό θα δικαστούν. Χωρίς να θέλει κανείς να προκαταβάλει τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, είναι κάτι σαν αναπόδραστη πραγματικότητα ότι σύντομα θα αντικρίσουν την εκδίκηση του νόμου, υπό τη μορφή μιας κάννης τουφεκιού. Θα πρέπει να φανούν γενναίοι, σαν τότε που κοίταζαν την κάννη του δικού τους τουφεκιού να απλώνεται μπροστά τους χωρίς να βλέπουν την τρύπα της αλλά το σκόπευτρο.      

Κεφάλαιο 22 (Χειμώνας 1923-1924)

Άμα έγιανε ο αιχμάλωτος, άρχισαν τις συνεννοήσεις πάλι με τον γερο-Μαραμένο. Πήγαινε ένας άνθρωπός τους και του έλεγε ό,τι του παραγγέλνανε. Να ετοιμάσει τα τρία εκατομμύρια φράγκα. Μα ο γέρος διαρκώς γκρίνιαζε πως δεν είχε τόσα και ζητούσε να ανταμώσει με τον Γιάννη και να μιλήσουνε.

Συνεννοήθηκε τότε ο Γιάννης με τον απεσταλμένο του, αν έπρεπε να μπει στα Γιάννενα. Αυτός τρομοκρατήθηκε και του είπε ότι θα έπρεπε να είχε αποφασίσει το κεφάλι του, αν έκανε τέτοιο πράγμα.

«Γιατί;» τον ρώτησε.

«Γιατί γυρίζουν μυστικοί και όχι χωροφύλακες κοντά στον Μαραμένο, να ανακαλύψουν με ποιους συνεννοείται και να τους πιάσουν.»

«Έτσι λες;»

«Ναι! Μην τρελαθείς να κατέβεις κάτω.»

Ο Γιάννης είχε όμως πάρει την απόφασή του.

«Πήγαινε», λέει στον απεσταλμένο του, «και πες του αύριο το απόγευμα να με περιμένει κοντά στο νοσοκομείο Κουραμπά, εκατό μέτρα από την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Ηπείρου και να έχει έτοιμες 400 χιλιάδες».

Ο απεσταλμένος τα ’χασε.

«Καπετάνιε τρελάθηκες; Θα σε πάρουν μυρωδιά και θα σε κωτέψουν.»

«Βρε άντε πες του το εσύ, και τι σε μέλλει για παρακάτω.»

Και ο απεσταλμένος ξεκίνησε, πήγε στο σπίτι του Μαραμένου και τα είπε. Αργά προς το ξημέρωμα, ξαναγύρισε.

«Τι σου είπε;» τον ρώτησε ο Γιάννης.

«Ότι θα σε περιμένει.»

Με αυτή την απάντηση έκανε συμβούλιο με τον Συντόρη και τους άλλους.

«Πόσα πρέπει να ζητήσουμε  χωρίς να χάνουμε τον καιρό μας, συμφωνήστε σε μια τιμή να ξεμπερδεύουμε.»

«Πάλι τσίρο θα έχουμε», είπε ο Συντόρης.

«Ε, τι να κάνουμε! Από το ολότελα πρέπει να συμφωνήσουμε στα λιγότερα, για να μην τα χάσουμε όλα.»

Ο Συντόρης θύμωσε λίγο γιατί ο Γιάννης ήταν πολύ υποχωρητικός, αλλά στο τέλος συμφώνησε ότι έπρεπε να κατεβούνε στο ενάμισι εκατομμύριο, χέρι-χέρι, για να ξεμπερδεύουνε.

«Αλλιώς, θα κόψουμε το κεφάλι του Εβραίου και θα το στείλουμε πεσκέσι στον γέρο!»

Φίλησε ο Γιάννης τα παιδιά, ξυρίστηκε καλά, έγινε γουλί, φόρεσε στενοβράκια και πήρε δρόμο για τα Γιάννενα.

Κατέβηκε στα Γιάννενα, έκανε και τρεις βόλτες μέσα στην πλατεία και ύστερα τράβηξε προς του Κουραμπά. Ο γέρος καρτερούσε από τις τέσσερις το απόγευμα. Τον κατάλαβε αμέσως από τα χαρακτηριστικά που του είχαν δώσει και από το δέμα που κρατούσε στα χέρια του. Τον πλησιάζει, και εκείνος τον κοιτάζει στα μάτια. Ο Ρέντζος τον καρφώνει στη θέση του με το βλέμμα του.

«Ο κύριος Μαραμένος;»

«Ναι.»

«Ρέντζος.»

Τα σαγόνια του γέρου να πηγαίνουν πάνω κάτω.

«Το παιδί μου!» λέει δυνατά σαν να κλαίει.

«Σουτ. Έχεις λεφτά;»

«Ναι, εδώ είναι, 400 χιλιάδες.»

Αρπάζει το δέμα και του λέει.

«Ετοίμασε τρεις φορές τόσα ακόμα.»

«Μα…»

«Όχι μα και ξεμα. Αν θέλεις το κεφάλι του παιδιού σου.»

Από την άλλη μεριά, ερχόντουσαν μια παρέα χωροφύλακες.

«Φεύγω κι όπως σου είπα.»

Τρέχει και χώνεται στη γωνία του δρόμου, και  από εκεί δρόμο για τα παιδιά, που περιμένουν με τα μάτια τεντωμένα σαν γαρίδα.

*

Τη δεύτερη δόση την πήρε ο Θύμιος. Πήγε και έκανε τάχα τον μεταπράτη να του πουλήσει ένα ύφασμα και ο γερο-Μαραμένος έκλαιγε και δεν ήθελε να πληρώσει περισσότερα. Τελικά πείστηκε και αγόρασε τάχα το κομμάτι ύφασμα για τετρακόσια χιλιάρικα. Δηλαδή, τη δεύτερη δόση. Μόλις βγήκε από το γραφείο λιποθύμησε και όταν συνήλθε είπε στους ανθρώπους που τον συνέφεραν:

«Ο Ρέντζος ήταν αυτός ο μεταπράτης».

Βγήκαν έξω να τον κυνηγήσουν, αλλά ο Θύμιος είχε φύγει μακριά.

Την τρίτη δόση παράγγειλαν και ήρθε με τα λεφτά στο εβραϊκό νεκροταφείο. Ο Γιάννης ήταν από το μεσημέρι μέσα στους τάφους και ο Μαραμένος ήρθε με πεντέξι άλλους. Του έγνεψε να έρθει κοντά του. Ήρθε.

«Πού είναι το παιδί μου;»

«Πού είναι τα λεφτά;»

«Εδώ.»

«Καλά, φέρτα.»

Τότε στάθηκε και φώναξε:

«Στον τόπο εσείς. Αλλιώς θα στείλω το κεφάλι του».

Ο γέρος έμπηξε τις φωνές και τους παρακαλούσε να σταματήσουν. Τότε κι αυτοί συμμορφώθηκαν. Ο Ρέντζος δρασκέλισε μια μάντρα. Είχε τα κέφια του και γελώντας τούς έβγαλε το καπέλο.

«Χαιρετάτε μου τον πλάτανο», τους είπε και έφυγε πια ήσυχος.

*

Στο λημέρι κάνανε συμβούλιο και αποφασίσανε να αφήσουμε τον αιχμάλωτο. Τα λύτρα ήταν αρκετά.

Ο Ελιά είχε δυο μήνες στα χέρια τους και μόλις άκουσε πως θα τον αφήσουνε πέταξε από τη χαρά του. Τους χαιρέτησε όλους και ζήτησε και συγγνώμη για το βάρος που τους έφερε τόσες μέρες. Στο τέλος, τον συμπάθησε ακόμα κι αυτό το αγρίμι ο Συντόρης. Τον πήρανε λοιπόν το βράδυ ο Ρέντζος και ο Συντόρης και τον αφήσανε κοντά στο δημόσιο δρόμο. Τον φίλησαν και οι δύο και ο Συντόρης τού είπε:

«Άντε παιδί μου. Και κοίτα να μπεις στο δρόμο του Χριστού. Να βαφτιστείς, και τότε ό,τι με θέλεις είμαι παρών».

Του έδωσαν και ένα χιλιάρικο για τα ναύλα, ως να φτάσει στα Γιάννενα. Μόλις απομακρύνθηκαν, φοβούμενος νέα σύλληψη εκ μέρους των χωρικών φίλων των Ρεντζαίων που θα νόμιζαν ότι δραπέτευσε, έσπευσε να κρυφτεί κάτω από το δέντρο, επί του οποίου έπεσε η χρηματαποστολή στη μεγάλη ληστεία της Πέτρας. Εκεί έμεινε όλη τη νύχτα και την τετάρτη πρωινή πέρασε ένας χωρικός, αλλά ο Μαραμένος έλαβε τα μέτρα του ώστε να μην γίνει αντιληπτός.

Με την ανατολή του ήλιου, εξήλθε στη δημόσια οδό και άρχισε να βαδίζει προς τη διεύθυνση της Φιλιππιάδας, στηριζόμενος επί χοντρής ράβδου. Μετά από λίγο, διήλθε τρέχοντας ολοταχώς ένα φορτηγό αυτοκίνητο, αλλά ο οδηγός δεν θέλησε να δώσει προσοχή στις κραυγές και τις επικλήσεις του Μαραμένου. Επί μια ώρα βάδιζε ο δυστυχής αιχμάλωτος, όταν σε μια καμπή του δρόμου είδε σταθμευμένη μια μικρή άμαξα. Πλησίασε και είπε στον αμαξά:

«Θέλεις να με πας στη Φιλιππιάδα;»

Ο αμαξάς κοίταξε με περιφρόνηση τον βρωμερό στην εμφάνιση πελάτη και απάντησε γελώντας:

«Δεν πας με τα πόδια, παιδάκι μου;»

Αλλά ο Μαραμένος, μολονότι δεν ήθελε να αποκαλύψει την ταυτότητά του, επέμεινε.

«Οδήγησέ με στη Φιλιππιάδα και δεν θα χάσεις. Έχω λεφτά.»

Και σε ένδειξη, έβγαλε από την τσέπη του το χιλιάρικο που του είχαν δώσει. Ο αμαξάς δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι θα πληρωνόταν, και χωρίς δισταγμό παρέλαβε τον πελάτη του και τον οδήγησε στη Φιλιππιάδα. Ο Μαραμένος διέταξε να σταματήσει στον αστυνομικό σταθμό. Και αφού φιλοδώρησε τον αμαξά με 500 δραχμές, εισήλθε στον αστυνομικό σταθμό και ανακοίνωσε στον σταθμάρχη τα της απελευθέρωσής του. Ο σταθμάρχης προσκάλεσε αμέσως και τις άλλες αρχές της Φιλιππιάδας για τη διεξαγωγή ανακρίσεων. Αλλά ο Ελιά Μαραμένος, είτε επειδή φοβόταν είτε επειδή δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει τις σκέψεις του λόγω ταραχής και συγχύσεως, δεν κατέθεσε τίποτα το συγκεκριμένο σε σχέση με το μέρος στο οποίο τον κρατούσανε.

Ο σταθμάρχης Φιλιππιάδας ανέφερε τηλεγραφικώς στην εισαγγελία Ιωαννίνων και την ανωτέρα διοίκηση χωροφυλακής τα περί της απελευθέρωσης του υιού Μαραμένου, ενώ την ίδια ώρα λάμβαναν τηλεγράφημα και οι γονείς του αιχμαλώτου, οι οποίοι με αυτοκίνητο και, έχοντας συνοδεία μερικούς συγγενείς, βγήκαν από τα Ιωάννινα για να προϋπαντήσουν τον επανερχόμενο μετά από τόσες σκληρές περιπέτειες Ελιά Μαραμένο.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Από τους διάφανους περουζέδες της αυγής διαγράφεται η σκιερή σιλουέτα της πόλης | Έπεσε στη μέση και ο νόμος του Πάγκαλου για την καταπολέμηση της ληστείας)

Καμία δημοσίευση για προβολή