Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη ΙX

Ένατο επεισόδιο | Ιανουάριος 1895 | Ο Ντοτόρος σε καινούριο κόλπο Γ’

«Ας μην χάνω καιρό!» είπε ο λωποδύτης, εισδύοντας μέσα στο κατάστημα και βαδίζοντας με βήμα σταθερό ανάμεσα στα έπιπλα, σαν να γνώριζε και την παραμικρή λεπτομέρεια.

Όταν έφτασε στο βάθος, σήκωσε το χέρι του προς τον τοίχο και έστριψε το κουμπί του ηλεκτρικού. Η γωνία εκείνη του καταστήματος φωτίστηκε αμέσως και ο Ντοτόρος έριξε τριγύρω του ένα βλέμμα εξεταστικό.

«Να τι μου χρειάζονται!» πρόφερε. «Αυτό, κι αυτό, κι αυτό! Κι εκείνο, κι εκείνο!»

Με λίγα λόγια, όσα χρειάζονταν για την καλύτερη και άνετη επίπλωση των δυο δωματίων και του χολ.

Μια ώρα αργότερα, όλα αυτά τα έπιπλα είχαν μεταφερθεί προ της εισόδου του επιπλοποιείου Κυριακόπουλου. Και μετά από μισή ακόμα ώρα, ένα κάρο φόρτωνε, χωρίς να δοθεί διεύθυνση προς τον οδηγό του κάρου. Ο Ντοτόρος είχε το λόγο του, γιατί θα καθόταν κι ο ίδιος πάνω στο κάρο.

«Τράβα για τον Πειραιά!» του είπε.

«Από πού; Από τη λεωφόρο;»

«Όχι! Από τον Βοτανικό!»

Ο οδηγός του κάρου μαστίγωσε τότε τα ζώα του και από τις οδούς Αγίου Μάρκου και Ευριπίδου έφθασε στην οδό Πειραιώς και προχώρησε κατά μήκος αυτής. Πέρασε τη λαχαναγορά και μόλις είχε αφήσει πίσω του τα τελευταία σπίτια της πρωτεύουσας, τότε ο Ντοτόρος, στρεφόμενος απότομα με ύφος δήθεν αφηρημένο, του είπε:

«Ένα πράγμα ξέχασα να σε ρωτήσω!»

«Σαν τι πράγμα;» ρώτησε ο οδηγός του κάρου, πρόθυμος να του προσφέρει τις υπηρεσίες του.

«Το αγώγι;»

«Δηλαδή;»

«Πόσο θα πληρώσω έως τον Πειραιά.»

«Μα πάλι τα ίδια; Δεν συμφωνήσαμε;»

«Όχι! Δεν συμφωνήσαμε καθόλου! Εσύ μου ζήτησες τριάντα δραχμές και εγώ βρήκα πως είναι πολύ ακριβά.»

«Δεν μου το είπες τέτοιο πράγμα.»

«Το είπα από μέσα μου.»

«Αλλάζει! Εμένα όμως δεν μου είπες τίποτα.»

«Αλήθεια;»

«Εμ τι; Θα παίξουμε;»

«Τότε σου το λέω τώρα.»

«Δηλαδή;»

«Ότι δεν με συμφέρει τριάντα δραχμές! Είναι πολύ ακριβά!»

«Και γιατί είναι ακριβά; Αφού μέσα στη μέρα το τιμολόγιο είναι είκοσι φράγκα. Τώρα που είναι νύχτα έπρεπε να πληρώσεις διπλά και εγώ δεν σου ζήτησα παρά μόνο ένα τριαντάρι.»

«Είναι πολύ ακριβά! Δεν με συμφέρει! Αδύνατον!»

«Και πόσο σε συμφέρει;» ρώτησε ο οδηγός του κάρου με κάποια ειρωνεία.

«Τίποτε! Τίποτε! Δεν θέλω να προχωρήσεις!»

«Μα γιατί μωρέ; Για κορόιδο με πηρές; Θέλεις να μου φας το δίκιο μου; Πρόσεχε, καημένε, γιατί θα μετανιώσεις!»

Ο οδηγός του κάρου, ένα πελώριος χοντράνθρωπος, είχε υψωθεί ήδη απειλητικά υπεράνω του μυρωδάτου κυρίου και ετοιμαζόταν να πέσει εναντίον του.

Ο Ντοτόρος δεν μίλησε για λίγα λεπτά, ενώ τα άλογα εξακολουθούσαν το δρόμο τους επάνω στην πυκνή λάσπη που κυριαρχούσε καθ’ όλο το μήκος της οδού. Ο οδηγός του κάρου είχε εκμανεί:

«Για στάσου! Πρέπει να ξέρω τι γίνεται! Να μην έχουμε ύστερα ντράβαλα με τις καρδερίνες της αστυνομίας!»

«Σου είπα πως δεν είμαι κορόιδο να πληρώσω τόσα!»

«Πόσα θες να πληρώσεις;»

«Στάσου μια στιγμή να σκεφτώ!»

Ο Ντοτόρος προσποιούνταν ότι συλλογιζόταν και έκανε συνεχείς λογαριασμούς με το νου του, ενώ τα χείλη του ψιθύριζαν διάφορους αριθμούς.

Αίφνης, ποδοβολητό αλόγων ακούστηκε από την αντίθετη άκρη του δρόμου και σε πολύ μακρύτερη απόσταση από το σημείο εκείνο. Τα μάτια του Ντοτόρου έλαμψαν και βρήκε τη λύση που χρειαζόταν. Στράφηκε απότομα στον οδηγό του κάρου και του είπε:

«Θα σου δώσω δώδεκα φράγκα, για να είσαι πολύ πολύ ευχαριστημένος!»

«Δώδεκα φράγκα!» βρυχήθηκε ο αμαξάς, συγκρατώντας απότομα τα άλογά του και εκστομίζοντας μια σειρά από τρομερές βλαστήμιες. «Δώδεκα φράγκα! Και πού ακούστηκε, ρε αδέλφι, δώδεκα φράγκα ως τον Πειραιά! Ποιος σε γέλασε! Κατέβα ρε αμέσως χάμου και τράβα να ζητάς από την αστυνομία τα πράματά σου! Ακούς εκεί δώδεκα φράγκα! Κατέβα κάτω γρήγορα!»

Ο Ντοτόρος όμως δεν κινήθηκε από τη θέση του και, προσποιούμενος τον αδικημένο, του είπε με φωνή παραπόνου: 

«Άκου! Εμένα το έχει η τύχη μου! Προτιμώ να μείνω εγώ αδικημένος, παρά να αδικήσω εσένα! Έπειτα, δεν θέλω να χωριστούμε και θυμωμένοι… Λοιπόν!»

«Λέγε, λοιπόν! Μου έβγαλες την ψυχή!»

«Να, θα σου δώσω τα δώδεκα φράγκα που κρατώ μαζί μου και θα μου κατεβάσεις εδώ τα έπιπλα!»

«Εδώ μέσα στο δρόμο;»

«Αφού δεν γίνεται αλλιώς…»

«Μέσα στις λάσπες;»

«Τι να κάνουμε;»

«Μα θα λερώσουν, κακομοίρη!»

«Αυτός δεν είναι δικός σου λογαριασμός! Εσύ θα κάνεις ό,τι σου λέω!» 

Ο οδηγός δεν είχε αντιρρήσεις και μετά από ένα τέταρτο της ώρας τα έπιπλα ήταν τοποθετημένα σε μια γωνιά του δρόμου μαζί με τον Ντοτόρο, ενώ το κάρο έφευγε προς την Αθήνα.

«Η πρώτη πράξη πέτυχε!» είπε ο Ντοτόρος, τρίβοντας τα χέρια του από ενθουσιασμό και ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Εμπρός τώρα για τη δεύτερη πράξη!»

Η δεύτερη όμως πράξη ήταν πολύ ευκολότερη. Μετά από λίγη ώρα, ένα κάρο ερχόταν από τον Πειραιά. Ο Ντοτόρος το σταμάτησε και αφού εξήγησε στον οδηγό του ότι ένας εκβιαστής συνάδελφός του πέταξε τα πράγματα στη μέση του δρόμου διότι δεν εννοούσε να συμμορφωθεί προς τις παράλογες αξιώσεις του, εντέλει τον έπεισε να τα μεταφέρει στην Αθήνα.

Την πέμπτη πρωινή ώρα, το κάρο σταμάτησε στην υπ’ αριθμό δύο της οδού Θεμιστοκλέους οικεία και το διαμέρισμα του Ντοτόρου βρέθηκε ως δια μαγείας επιπλωμένο κατά τον κομψότερο τρόπο και με τα πλέον εκλεκτά έπιπλα, τα οποία θα ζήλευαν και οι καλύτεροι νέοι της αθηναϊκής αριστοκρατίας.

Ο Ντοτόρος, κουρασμένος και εξαντλημένος καθώς ήταν, ξάπλωσε επάνω σε ένα ντιβάνι και αποκοιμήθηκε αμέσως.

Όταν ξύπνησε είχε βραδιάσει.

«Πεινάω!« είπε. «Και πρέπει να τονώσω γερά τα δυνάμεις μου, διότι είμαι υποχρεωμένος να κάνω και τη δεύτερη εκστρατεία μου».

Βγήκε από το σπίτι του, έφαγε βιαστικά σε ένα οινοπωλείο και, επειδή ακόμα τα καταστήματα ήταν ανοιχτά, αποφάσισε να μεταβεί στο αριστοκρατικό ραφείο του Πρίντετζη στα Χαυτεία, με σκοπό να παραγγείλει μια ενδυμασία από το καλύτερο ύφασμα.

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir: 

Πώς λεηλατείται ένα εμποροραφείο | Η αστυνομία απουσιάζει | Οι πρωινές εκπλήξεις των καταστηματαρχών | Μετά το φράκο, τα μυρωδικά και τα ασπρόρουχα |Από τους Αγίους στο μυροπωλείο του Οφμάν και το εδωδιμοπωλείο του Παπαγιάννη |Και στην Αγία Σοφία του Βουγά παρά στην Καπνικαρέα  

Καμία δημοσίευση για προβολή