Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ V

Στο σπίτι του χωρικού Ορίμα

Εδέησε να τον μεταφέρουν στα Γιάννενα. Δέκα χωροφύλακες τον συνόδευαν.

Στον δρόμο τους είπε απλώς:

«Πολεμήσαμε επί πολύ, αλλά πιστά. Θα ήθελα να πεθάνω στα βουνά με μια σφαίρα και όχι να με τουφεκίσουν μπρός στους ανθρώπους.»

Οι χωροφύλακες συνεννοήθηκαν. Ο ένας εξ αυτών διέταξε:

«Εμπρός. Ανέβα πάνω στον βράχο αυτό.»

Ο ληστής, τρέμων και διστάζων υπάκουσε:

«Στρέψε προς εμάς. Αντίο!», φώναξαν οι χωροφύλακες.

Ο Μίρο Λεμτζέ στάθηκε όρθιος και δέχθηκε στη καρδιά δέκα σφαίρες από τους εχθρούς του και έπεσε εμπρός όπως ήθελε…

*

Το μοναστήρι ήταν γεμάτο αρώματα.

«Ας ξαναφύγουμε», είπε ο Αζίζ, οι ληστές είναι μακριά στην λίμνη Οχρίδα και μακρύτερα στο Όστροβο οι κομιτατζήδες.

Εκείνο το βράδυ φάγαμε στη Κλειδωνιά, στο χωριουδάκι αυτό που βρίσκεται στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Η νύχτα βρήκε το αυτοκίνητο καταλασπωμένο να χορεύει μέσα στον κατεστραμμένο δρόμο. Κάποτε δεν υπήρχε καν δρόμος και ο Αζίζ διευθύνονταν εξ ενστίκτου κατ’ ευθείαν προς κάποιο δένδρο, προς κάποιο βράχο που διακρίνονταν υπό το φως της σελήνης. Κάποτε επίσης διασχίζαμε και κανένα χωριό. Όλοι όμως οι χωριάτες ήσαν βυθισμένοι σε μακάριο ύπνο. Μόνο στον κήπο ενός μικρού πλινθόκτιστου μοναστηριού περπατούσαν ρακένδυτοι γέροι μοναχοί που φαίνεται πως πήγαιναν να προσευχηθούν προτού κοιμηθούν μέσα στα κελιά τους.

Ο Αζίζ ήταν σκυμμένος επάνω στο βολάν του με τα δόντια σφιγμένα και εγώ μαζεμένος δίπλα του από το κρύο και από τον φόβο, με το χέρι χωμένο στην τσέπη του επανωφοριού μου και επάνω στο ρεβόλβερ μου.

Βρισκόμασταν στον δρόμο εκείνο που ξέρουν όλοι στην Αλβανία πως φρουρείται και φράσσεται από αλήτες. Και δεν είναι πια οι κλασσικοί ληστές των οποίων οι Λεμτζέ ήσαν το τελευταίο πρότυπο, αλλά μεμονωμένοι και μέτριοι κακοποιοί. Μας είχαν να αποφύγουμε το μέρος αυτό. Και το περάσαμε κατά τη νύκτα αυτή χωρίς ευτυχώς να μας συμβεί τίποτα.

Κάποτε κατακουρασμένος, έκλεισα τα μάτια και σχεδόν κοιμήθηκα. Ένα τίναγμα δυνατότερο από τα άλλα με ξύπνησε. Είδα ότι ο Αζίζ είχε εγκαταλείψει οριστικώς το σχέδιο του δρόμου και οδηγούσε το αυτοκίνητο μέσω του βάλτου, κατευθυνόμενος δεν ξέρω που. Του φώναξα:

«Που πάμε;»

Με μια χειρονομία μου ένευσε να έχω σ’ αυτόν εμπιστοσύνη. Τη στιγμή αυτή περνούσαμε ένα μικρό χείμαρρο και το μαύρο νερό γεμάτο με χρυσές αντανακλάσεις υπερέβαινε το σκαλοπάτι του αυτοκινήτου. Στο τέλος φθάσαμε μπρος σ’ ένα μοναχικό σπίτι που τα παράθυρά του ήσαν κατάφωτα.

Ο Αζίζ κτύπησε την πόρτα και είπε λίγες λέξεις στηρίζοντας το στόμα του σε κάποια χαραμάδα. Μας άνοιξαν αμέσως. Οι χωρικοί ήσαν ακόμη στο τραπέζι και δειπνούσαν. Ο άνδρας ήταν μικρόσωμος και ισχνός με τα κίτρινα μάτια του πάντοτε ακίνητα και η γυναίκα του ήταν ωραία λεπτή και γελαστή. Τέσσερα παιδιά φρόνημα έτρωγαν τη σούπα τους.

Σε μια γωνιά κρεμόντουσαν δύο εικονίσματα. Ένα όπλο ήταν ριγμένο στο κρεβάτι και φαινόταν πως μόλις είχε εναποτεθεί εκεί. Μια κάπα βρισκότανε επάνω σ’ ένα κάθισμα. Το δωμάτιο ήταν καθαρό και ευχάριστο. Επάνω από το τζάκι υπήρχε μια λιθογραφία του βασιλέως Ζώγου, εφίππου, φέροντος φτερά, μανδύα, σπιρούνια, και σπαθί. Ήταν το σπίτι ενός χωρικού χωρίς περιουσία, αλλ’ οπωσδήποτε ευτυχισμένου.

Μας υποδέχτηκαν θερμότατα και η γυναίκα έφερε ένα μπουκάλι με ρακί και γλυκά. Όλη η οικογένεια είχε στα χείλη της τ’ όνομα του Αζίζ και το πρόφερε με ειλικρινή χαρά.

«Είναι ένας φίλος του πατέρα μου», μου είπε ο Αζίζ, «ή μάλλον το σπίτι αυτό ήταν για τον πατέρα μου κάτι σαν δικό του. Ποτέ, εφόσον βρισκόταν στα βουνά δεν ζητούσε σ’ αυτό ματαίως κρασί, κρεβάτι και καταφύγιο. Ο Ορίμα, που μας φιλοξενεί σήμερα, ήταν τότε μικρό παιδί. Αλλά οι γονείς του εξαφανίσθηκαν όπως ο πατέρας μου. Αυτός διατήρησε την φιλία και εγώ την ευγνωμοσύνη.»

«Γιατί με έφερες εδώ;»

«Απλώς για να περάσαμε την νύκτα. Ύστερα… Το πρωί θα μάθεις.»

Η γυναίκα κοίμισε τα παιδιά και ήλθε και κάθισε σε ένα χαμηλό καρεκλάκι κοντά στη φωτιά με τα χέρια στα γόνατα και το στόμα μισανοιγμένο. Ο οικοδεσπότης έστριβε συνεχώς σιγαρέτα και σάλιωνε με τη γλώσσα τα δάκτυλά του.

Άκουγε στον Αζίζ να μιλάει γαλλικά και επειδή γνώριζε τι διηγείτο προσπαθούσε να παρακολουθεί χωρίς να καταλαβαίνει λέξη, από τις χειρονομίας και από της συσπάσεις του προσώπου, ενώ κάποτε-κάποτε τον διέκοπτε σαν να ήθελε να τον διορθώσει.

Και ο Αζίζ έλεγε:

«Η ζωή είναι σκληρή εδώ. Άλλοτε κατά την εποχή της Δημοκρατίας και της ακμής των μεγάλων ληστών μπορούσε κανείς να ζει. Η Δημοκρατία άφηνε ελεύθερους τους ληστές που έπαιρναν λύτρα από τους πλούσιους και υποστήριζαν τους φτωχούς. Αφ’ ότου όμως εγκαταστάθηκε ο βασιλιάς οι φόροι έγιναν βαρείς, παίρνουν τους νέους και τους κάνουν στρατιώτες και οι παλιοί ιπποτικοί ληστές της παλιάς εποχής δεν υπάρχουν πια. Τον χειμώνα θερίζει τα χωριά πείνα φρικτή. Δεν υπάρχουν πια συμμορίες, παρά μεμονωμένοι κακοποιοί που λεηλατούν τους ταξιδιώτες.

Όταν η αθλιότητα είναι απελπιστική, όταν τα παιδιά πεινάσουν στο σπίτι ο πατέρας ξεκρεμά το ντουφέκι του και πηγαίνει μέσα στα γιονίς, στις κοιλάδες όπου περνούν οι δρόμοι. Κάποτε πηγαίνουν δύο και τρείς μαζί, γείτονας ή συγγενείς. Όταν η επιχείρηση τελειώσει επανέρχονται στο σπίτι τους και παραμένουν άγνωστοι. Μερικοί δεν κάμνουν παρά μια φορά στην ζωή τους το ολίσθημα αυτό γιατί δεν έχουν ανάγκη παρά μια φορά να γίνουν κλέφτες. Είναι ένας νόμος φυσικός, ανθρώπινος, ίσως το πρώτο ένστικτο του ανθρώπου να αφαιρεί με τη βία χάριν της ζωής.

Ο Αζίζ χαμήλωσε τη φωνή γιατί η γυναίκα ήθελε να κοιμίσει το νεώτερο της παιδάκι που έκλαιγε σαν δαιμονισμένο.

Την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir: Προς την λίμνη του Οστρόβου  

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει τις παλπ νουβέλες:

Καμία δημοσίευση για προβολή