Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ IΙ

Μια τραγική αποκάλυψη | Με τον Αζίζ στα λημέρια των ληστών.

»Πέρασαν από τότε ολόκληρα πέντε έτη. Ήμουν μικρό παιδί. Τον βλέπω ακόμα να επιστρέφει στο σπίτι με την δερμάτινη στολή του, με τις μπότες του, με το φέσι του και το όπλο στο χέρι. Τα γένια του είχαν ασπρίσει. Έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας μου και ύστερα μας φίλησε όλους με μεγάλη συγκίνηση. Έφυγε μόλις άρχισε να ξημερώνει. Μερικοί πυροβολισμοί ακούστηκαν. Δυο άντρες που ήταν κρυμμένοι πίσω από έναν τοίχο τον δολοφόνησαν.»

«Ώστε οι χωροφύλακες είχαν ανακαλύψει τα ίχνη του;»

Ο Αζίζ σήκωσε το κεφάλι.

«Δεν ήταν οι χωροφύλακες αλλά τα δυο παιδιά του ανθρώπου που σκότωσε ο πατέρας μου.»

«Ήμασταν πολύ νέοι για να εκδικηθούμε. Η αδελφή μου παντρεύτηκε έναν Έλληνα που έμενε στη Θεσσαλονίκη κι εγώ έφυγα για την Ιταλία περιμένοντας τη στιγμή που θα έπαιρνα το αίμα πίσω.

Έζησα στην Ιταλία ήσυχος και ευτυχισμένος. Παντρεύτηκα με μια Αλβανίδα που γνώρισα εκεί κι έκανα μάλιστα και ένα παιδί.

Ξαφνικά μια μέρα η μάνα μου που διψούσε για εκδίκηση είπε στον αδελφό μου πως έφτασε η ώρα να χυθεί αίμα. Εκείνος δείλιασε, ζήτησε χρόνο για να αποφασίσει και στο τέλος ομολόγησε ότι δεν ήθελε. Ότι δεν έπρεπε να χυθεί αίμα. Τότε…»

Ο Αζίζ ρούφηξε ένα ποτήρι ουίσκι, ανέπνευσε δυνατά και συνέχισε.

«Τότε η μητέρα μου, μου έγραψε να γυρίσω πίσω. Χρειαζόταν κάποιος για το έργο αυτό. Άφησα την θέση μου, την γυναίκα μου, το παιδί μου και ξαναγύρισα. Τώρα κρύβομαι γιατί αν οι άλλοι δύο θα υποπτευτούν και θα φύγουν αν μάθουν για την επιστροφή μου. Δεν ξέρω μάλιστα αν θα πάω να χαιρετήσω την μητέρα μου πριν ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου. Ύστερα θα βγω στο κλαρί όπως τόσοι άλλοι και θα ζήσω με το επάγγελμα αυτό.»

«Και η γυναίκα σου; Το παιδί σου;»

«Θα έρθουν εδώ. Ένας λήσταρχος μπορεί να είναι και παντρεμένος και να βλέπει τους δικούς του. Τίποτα δεν τον εμποδίζει. Αρκεί μόνο να ξέρει να προφυλάγεται.

*

Μια αρκετά τακτική αεροπορική συγκοινωνία συνδέει την Αυλώνα με το Δυρράχιο και τα Τίρανα. Αποφάσισα να την χρησιμοποιήσω. Ο Αζίζ με συνόδευσε μέχρι το αεροδρόμιο. Δεν του είπα τίποτα σχετικά με τον φόνο που επρόκειτο να κάνει. Μόνο όταν μου έσφιξε το χέρι τον ρώτησα απλώς:

«Θα ξαναειδωθούμε;»

«Νέσσερ», μου απάντησε μειδιών.

Νέσσερ θα πει «ίσως», «κάποτε», «μια μέρα». Θα πει επίσης: «Ποιος ξέρει;». Είναι μια λέξη που μόνο με τον τρόπο που την προφέρει κανείς καταλαβαίνει την σημασία της.

*

Ύστερα από τέσσερεις μέρες καθόμουν στο πεζοδρόμιο ενός καφενείου στα Τίρανα. Υπήρχαν εκεί ένας αξιωματικός της αστυνομίας, ένας Αλβανός νεαρός διπλωμάτης και ο καθηγητής γαλλικών των αδελφών του Βασιλέως Ζώγου. Πολύ σύντομα άρχισαν να μιλούν περί ληστρικών συμβάντων.

«Έχουμε ένα νέο έγκλημα από χθες» είπε απότομα ο αστυνομικός. Οι παριστάμενο έσκυψαν για να ακούσουν.

«Κατά το σούρουπο δυο αδελφοί υπέστησαν επίθεση έξω από το σπίτι τους. Ο ένας δολοφονήθηκε. Ο άλλος την γλίτωσε με ένα ελαφρύ τραύμα.»

Κανένας από τους γύρω μου δεν παρατήρησε την ταραχή μου που με δυσκολία συγκράτησα. Ο αξιωματικός πρόσθεσε:

«Πρόκειται ασφαλώς περί εκδικήσεως. Οι δυο αυτοί άνθρωποι είχαν δολοφονήσει πριν καιρό έναν διάσημο ληστή. Αν ο γιος αυτουνού δεν ήταν μακριά από την Αλβανία θα νόμιζα ότι αυτός τον πυροβόλησε. Ο αδελφός του κατόρθωσε να αποδείξει το άλλοθι. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.

Όλοι εξέφρασαν την έκπληξη τους. Ο καθηγητής γαλλικών που φορούσε γυαλιά και ζακέ έδωσε ένα μάθημα εγκληματικής ψυχολογίας. Ο διπλωμάτης έδωσε την γνώμη του κατά τον τόνο της Κοινωνίας των Εθνών.

Την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir: Στην θρυλική χώρα των ληστών

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή