Chrispy Shift reloaded: Η κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52!

Εκτός διαγωνισμού...

Chrispy Shift reloaded

Η Chrispy Shift γράφει την reloaded εκδοχή της για την ιστορία πίσω από την κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52.

Ήταν αργά το βράδυ όταν έφυγαν οι μπράβοι και κατάφερα, επιτέλους, να βγω από την κρυψώνα στην οποία είχα περάσει τις τελευταίες εννέα βασανιστικές ώρες. Ήμουν πολύ κουρασμένη και το μόνο που ήθελα ήταν να βρω κάτι να βάλω στο στόμα μου, ιδανικά ένα παγωμένο Τάλαμορ.

Άνοιξα επιφυλακτικά την εξωτερική πόρτα και αφού βεβαιώθηκα πως δεν περνούσε κανείς ξεχύθηκα στο δρόμο, περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Η σημερινή ταλαιπωρία είχε αποφέρει καρπούς. Είχα βρει όλο το ενοχοποιητικό υλικό που χρειαζόμουν και ήδη έκανα σχέδια για το πού θα πρωτοξοδέψω την παχουλή μου αμοιβή, αφού πρώτα έπαιρνα το πρώτο διαθέσιμο αεροπλάνο για Μεξικό, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.

Ένοιωσα μια σκοτεινή φιγούρα να με ακολουθεί και έκανα το κλασικό κόλπο για να βεβαιωθώ. Έστριψα απότομα δεξιά, μετά ευθεία, πάλι δεξιά και ξανά δεξιά. Ο διώκτης μου εξακολουθούσε να είναι από πίσω μου, και πλέον ήταν σίγουρο πως αν δεν έβρισκα κάποια λύση, τα επόμενα λεπτά θα βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση.

Είχα πιάσει το τέιζερ από την τσέπη μου και ήμουν έτοιμη να τα παίξω όλα για όλα, όταν, στρίβοντας σε μία γωνία, έπεσα πάνω σε ένα μικρό μπαρ στη μέση του δρόμου. Περίεργο σημείο για μπαρ, σκέφτηκα, όμως το κοκκινόμαυρο ντεκόρ, αλλά και ο κίνδυνος για τη ζωή μου, με έκαναν να μπω μέσα τόσο γρήγορα, που μου φάνηκε πως με ρούφηξε η σιδερένια πόρτα. Οι θαμώνες και ο μπάρμαν με κοίταξαν επικριτικά. Ίσως να έφταιγαν τα ρούχα μου που ήταν γεμάτα λάσπη από την προηγούμενη μου κρυψώνα, ίσως τα πρησμένα μου χέρια και οι ματωμένες αρθρώσεις των δακτύλων μου, ήταν ωραίο το βρομόξυλο σε αυτή τη δουλειά. Ίσως πάλι να ταν απλά το στυλ τους.

Κάθισα στην πιο σκοτεινή γωνιά του μπαρ και περίμενα τον διώκτη μου να μπει. Παράλληλα πλησίασα τον μπάρμαν και του σφύριξα μέσα από τα δόντια «έναταλαμορμεπάγοκάντοδιπλόκαιγρήγορα». Με κοίταξε με σιχασιά, απέστρεψε το βλέμμα του και εξαφανίστηκε, για να μου φέρει το υγρό μου κουράγιο.

Ήπια το ουισκάκι μου μονορούφι, παράγγειλα άλλα δύο και άρχιζα να χαλαρώνω. Στο επάγγελμα μου, αυτό είναι ανεπίτρεπτο, κι έτσι πήγα γρήγορα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να συνέλθω. Απέξω στεκόταν στωική και περήφανη μία πανέμορφη ζάμια, ο καθένας με τις αδυναμίες του. Τη χάζεψα λίγο και με το ζαλισμένο μου κεφάλι, σκέφτηκα πως αυτή θα ήταν η καλύτερη κρυψώνα για το στικάκι που τόσην ώρα φυλούσα με τη ζωή μου. Τη ζάμια την ποτίζουν ελάχιστα, υποψιάστηκα πως ίσως και καθόλου σε αυτό το μέρος, αν έκρινα από τα αραχνιασμένα της φύλλα. Θα την έθαβα προσεχτικά στο χώμα της γλάστρας, θα έφευγα κυρία και σε μερικές μέρες θα επέστρεφα να την πάρω. Γύρισα στο ποτάκι μου, το ήπια μονορούφι και ανακουφισμένη πέταξα ένα εικοσάρικο στον μπάρμαν κι έφυγα για το σπίτι.

Κοιμήθηκα ένα δωδεκάωρο και ξύπνησα το επόμενο βράδυ, απότομα, από ένα πολύ γλυκό όνειρο που μετατράπηκε στιγμιαία σε ένα ματωμένο εφιάλτη. Ανακάθισα στο κρεβάτι μου, κι ενώ ο πονοκέφαλος από το προηγούμενο εικοσιτετράωρο έκανε τα μηνίγγια μου να είναι έτοιμα να εκραγούν, άρχισα να επανέρχομαι σιγά σιγά στην πραγματικότητα. «Μα είναι δυνατόν να είμαι τόσο μαλάκας και να άφησα το στικάκι σε εκείνο το μαγαζί;» ούρλιαξα. Πετάχτηκα πάνω και άρχισα να ψάχνω τα ρούχα μου. Το άγχος με είχε κατακλύσει, τα χέρια μου δεν συγχρονιζόντουσαν, τα πόδια μου έκαναν ότι ήθελαν. Έφαγα δύο τούμπες, άρπαξα ένα κολλητό τζιν, ένα πουλόβερ και τις αρβύλες, πήρα την τσάντα με τα απαραίτητα που ήταν, περιέργως, έτοιμη για δράση, και όρμηξα στο δρόμο.

Έφτασα μετά από πολλές λάθος διαδρομές, στο χθεσινό μπαρ. Πρώτη φορά παρατήρησα και την πινακίδα. Με προβληματικά αγγλικά και μία σφαίρα στο λογότυπο, ήταν σχεδόν μοιραίο που βρέθηκα εκεί το προηγούμενο βράδυ. Μπήκα μέσα φορτσάτη και πήγα, χωρίς να ασχοληθώ με κανέναν, κατευθείαν προς τη ζάμια. Με φρίκη συνειδητοποίησα  ότι δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση, της είχε μείνει μία τρύπα μέσα σε ένα εκατοστό σκόνης. Το αίμα σταμάτησε να τρέχει στις φλέβες μου. Έσυρα τα πόδια μου μέχρι τον μπάρμαν ο οποίος σήμερα μου φάνηκε πιο κοντός, λίγο περισσότερο εύσωμος και με κάπως μεγαλύτερη ή έστω γαμψότερη μύτη. Τον άρπαξα από τον ώμο, διακόπτοντας τον από μια κουβέντα ακαταλαβίστικη, σχεδόν αλαμπουρνέζικη, για αιτήσεις, ΔΟΥ, ΦΕΚ, και άλλα περίεργα. «Η ζάμια… η ζάμια που είχατε εδώ, πού είναι;» έφτυσα ξεψυχισμένα. «Συγγνώμη;» έκανε εκείνος, «Η ζάμια λέω… το φυτό που είχατε εδώ, αυτό το πράσινο με τα φύλλα;» του απάντησα έτοιμη να του χιμήξω ή να λιποθυμήσω από τον πανικό, «δεν σε καταλαβαίνω, κοπελιά.» συνέχισε αυτός. «Ααααα» κατάφερα να προφέρω και βγήκα διαλυμένη και νικημένη από κει μέσα. Στάθηκα λίγο στην πόρτα να πάρω μια ανάσα, καθώς μου φαινόταν πως το οξυγόνο με απέφευγε, και κοιτώντας αφηρημένη, το μάτι μου έπεσε πάνω στην πολυπόθητη ζάμια, που οι άσχετοι είχαν βγάλει έξω από το μαγαζί. Βέβαια σε τέτοιο σκοτεινό σημείο ίσως και να τα κατάφερνε η καημένη. Το πεπρωμένο όμως είχε άλλα σχέδια για αυτήν.

Βρήκα μία γωνία απέναντι από το μαγαζί με καλή οπτική της εισόδου κι έπιασα πόστο. Περίμενα υπομονετικά μέχρι να δω τους τελευταίους θαμώνες να τρεκλίζουν προς τα έξω και τα ρολά να κατεβαίνουν. Βγήκα γρήγορα από την κρυψώνα μου κι έπεσα πάνω στη ζάμια, άρπαξα το φυτό με το ένα χέρι, ξεριζώνοντας το από το χώμα. Έχωσα το χέρι μου μέσα στη χωμάτινη γλάστρα και έβγαλα με συγκίνηση το στικάκι. Αποφάσισα πως θα έπαιρνα και τη ζάμια ως ψυχική αποζημίωση, είχα κι ένα τέλειο σημείο στο σπίτι να τη βάλω όταν γύριζα από Μεξικό. Άλλωστε, σιγά μην το καταλάβαινε κανείς.

Chrispy Shift reloaded

Παρακολουθήστε όλες τις ιστορίες του διαγωνισμού εδώ.

Τσεκάρετε το covid19 sudden fiction contest στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Τσεκάρετε τα κόμικς της Chrispy Shift στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή