Αντώνης Κοζάκος: Η κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52!

Εκτός διαγωνισμού...

Αντώνης Κοζάκος

Ο Αντώνης Κοζάκος γράφει την εκδοχή του για την ιστορία πίσω από την κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52.

Ντάξει οκ είναι χοντρή μαλακία πεθαίνει κόσμος αλλά και αυτός δεν θα πήγαινε εκεί για να διασκεδάσει ούτε και θα διοργάνωνε πάρτυ μέσα στη πανδημία, το θεωρεί καφρίλα. Θα βάλει όμως μάσκα και θα προσέχει. Τι να κάνει που τώρα με τις καραντίνες και τα λοκντάουν έχει μείνει ρέστος. Δούλεψε ντελίβερυ με το ποδήλατο σε εκείνη τη πιτσαρία αλλά στη βδομάδα πάνω τον απέλυσαν, και στο σουσάδικο δύο εβδομάδες μόνο. Στη πλατεία του Αγίου Γεωργίου γινότανε χαμός, ξύδια, χόρτο, ντρόγκια μουσικές και κόσμος, πολύ κόσμος. Κόβιντ ξεκόβιντ κάποιος κόσμος ήθελε να διασκεδάσει. Θα πάει να βγάλει λεφτά γαμώτο. Έβαλε το φούτερ με το έμβλημα της ομάδας του, ένα μπλουτζίν και εκείνα τα ασίκς που πήρε πέρσι. Το υπαίθριο πάρτι στη πλατεία ήταν ότι πρέπει για να σπρώξει κάνα χόρτο. Πέντε ευρώ το γραμμάριο, χωρίς σποράκια μέσα… είναι πολύ κομπλέ… Ντάξει οκ γραμμάριο τώρα… 0,95 βάζει στο σακουλάκι αλλά τι να κάνει πρέπει κάπως να ζήσει και να πληρώσει το 300άρι για εκείνο το ισόγειο δυάρι που νοικιάζει στην Πιπίνου.

Ξαφνικά μέσ’ στο πλήθος είδε εκείνον τον ψυχάκια το Βόβα. Θα θέλει πάλι τα λεφτά του ο μπάσταρδος. Πρέπει να του ξεφύγει αγιά ακόμα μία φορά. Σιγά. Δεν είναι δα και ο Πρέταντορ. Όμως σαν κυνηγός τον εντόπισε και τον κάρφωσε με εκείνο το ψυχρό μπλε βλέμμα του. Ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Φόραγε μπουφάν μηχανής και από κάτω τη γνωστή μαύρη φόρμα με τις τρεις άσπρες ρίγες. Του ρίχνει ένα κεφάλι, είναι γυμνασμένος, μάλλον έχει όπλο. Έρχεται προς το μέρος του. Δεν μπορεί να φωνάξει, ιδρώνει, τον πιάνει πανικός. Μόνη λύση να τρέξει. Λάθος. Μάλλον ήταν ασφαλής μέσα στο κόσμο.

Τρέχει στην Επτανήσου και στρίβει αριστερά στην Τήνου και δεξιά στη Δροσοπούλου. Ο διώκτης του δεν μπορεί να τον πυροβολήσει βγάζει όμως από το μπουφάν του ένα πλακέ μπουκαλάκι από βότκα, το ρίχνει και τον βρίσκει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Είναι στο 52 της οδού Δροσοπούλου. Σκοντάφτει στο σκαλάκι που έχει το πεζοδρόμιο και πέφτει με τα μούτρα δίπλα με μία γλάστρα. Το στόμα του ματωμένο και αυτός ζαλισμένος. Ο διώκτης του του πατάει με το τακούνι της σόλας τη παλάμη πασχίζοντας να του την λιώσει. Γριλίζει. Ένα πτυσσόμενο μεταλλικό γκλοπ βγαίνει από μία τσέπη και προσκρούει με δύναμη στη πλάτη του. Χάνεται. Πιάνεται από το φυτό της γλάστρας, μία ταλαιπωρημένη ζάμια, προσπαθώντας να σηκωθεί, μα οι ρίζες του φυτού είναι σάπιες και του μένει στο χέρι. Ο Βόβα έχει σκυλιάσει. Το πτυσσόμενο μεταλλικό γκλοπ ανεβοκατεβαίνει με ορμή, πλέον έχει κόψει το δέρμα της πλάτης του και αιμορραγεί. Δύο-τρία χτυπήματα ακόμη και σταματάει. Ξάφνου ακούει τον ήχο ενός φερμουάρ να κατεβαίνει. Δεν μπορεί, όχι, δεν μπορεί. Αιμορραγεί αρκετά, είναι μπρούμυτα με τη μούρη τις τσιμεντένιες πλάκες, με σπασμένα δόντια, σπασμένα πλευρά και ένα καρούμπαλο στο κεφάλι του μεγάλο σαν πατάτα. Ο καριόλης τον κατουράει για τον ξεφτιλίσει, να τον ταπεινώσει κι άλλο και παράλληλα να του δείξει ότι έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο.

Τώρα ξέρει ότι αν δεν τον ξεπληρώσει, την επόμενη φορά σίγουρα θα είναι τελευταία.

Ο διώκτης του είναι ευσυνείδητος πολίτης, πήρε την ζάμια από την είσοδο εκείνου του κλειστού μπαρ και την πέταξε σε ένα παρακείμενο κάδο σκουπιδιών. 

Αντώνης Κοζάκος

Παρακολουθήστε όλες τις ιστορίες του διαγωνισμού εδώ.

Τσεκάρετε το covid19 sudden fiction contest στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Τσεκάρετε την παλπ νουβέλα του Αντώνη Κοζάκου στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή