Η Άννα Νίνη και ο Οδυσσέας Γερονικολός μιλάνε σχετικά με τις υποθέσεις τράφικινγκ (Ηλιούπολης και 12χρονης) για λογαριασμό της δημοσιογραφικής ομάδας του omnia tv.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την δεύτερη μέρα του «books n’ beer 2023» (Σάββατο 10 Ιουνίου 2023), με θέμα την κατάσταση του ελληνικού τύπου όπου έγινε παρουσίαση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων και παρατηρητηρίων, καθώς και των υποθέσεων που ανέδειξαν τη σεζόν 2022-2023 στο πλαίσιο του δικαστικού ρεπορτάζ.
Το βιβλίο Κανίβαλος του Ντιντιέ Ντενένξ (εκδόσεις oposito) βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Σε μια ιστορία που ο συγγραφέας άκουσε σε ένα ταξίδι του στη Νέα Καληδονία και η οποία διασωζόταν μέσω της προφορικής παράδοσης της φυλής των Κανάκ.
Το 1931, 111 Κανάκ μεταφέρθηκαν από τη Νέα Καληδονία στο Παρίσι για να πάρουν μέρος στην Αποικιακή Έκθεση στην οποία συμμετείχαν ως εκθέματα, άνθρωποι από αποικίες που διατηρούσε η Γαλλία σε σχεδόν όλες τις ηπείρους (Ωκεανία, Αφρική, Αμερική, Ασία).
Κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με την λειτουργία της Έκθεσης περιγράφει ο Ντενένξ μέσω του αφηγητή και πρωταγωνιστή της ιστορίας Κανάκ Γκοσενέ.
«Μας μάντρωσαν πίσω από τα κάγκελα, σε μια αναπαράσταση χωριού Κανάκ που είχε στηθεί καταμεσής του ζωολογικού κήπου της Βενσέν, ανάμεσα στον λάκκο με τα λιοντάρια και τη λιμνούλα με του κροκόδειλους. Οι κραυγές τους και οι ήχοι τους μας τρομοκρατούσαν. Εδώ, στη Γκραντ Τερ, έχουμε να φυλαγόμαστε μόνο από το νερόφιδο, το τρικό ρεγιέ.»
«Μας πετούσαν ψωμί, μπανάνες, φιστίκια και καραμέλες… Και πέτρες επίσης. Οι γυναίκες χόρευαν, οι άντρες σκάλιζαν με ρυθμό τον κορμό του δέντρου και κάθε πέντε λεπτά κάποιος από μας έπρεπε να πηγαίνει κοντά στα κάγκελα και να βγάζει μια δυνατή κραυγή, δείχνοντας τα δόντια του, για να εντυπωσιάσει τους χασομέρηδες.»
«Στιγμή δεν βρήκαμε ησυχία, ακόμα και το φαί μας ήταν μέρος του θεάματος. Κάθε μια ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες της Παναγίας του Σαιν-Μαντέ, δέκα από εμάς έπρεπε, εκ περιτροπής, να σκαρφαλώνουν σε κοντάρια, να τρεέχουν, να έρπουν, να ρίχνουν σαγκαίες, βέλη και ακόντια.»
Μια Αποικιακή Έκθεση στην Αθήνα
Κάτι αντίστοιχο, αν και πολύ μικρότερης κλίμακας, συνέβη τον Νοέμβρη του 1931 (μόλις δηλαδή τελείωσε η Αποικιακή Έκθεση) στο Θέατρο Αθήναιον που βρίσκονταν στην διασταύρωση των οδών Πατησίων και Μάρνη.
Στις 7 Νοεμβρίου 1931 κάνει την εμφάνιση του στην Αθήνα το πρώτο Λούνα Παρκ το οποίο εκτός από τον θαυματουργό τροχό, σκοποβολή με μπαλίτσες, λαχεία, μοτοσικλετιστές που έκαναν τον κύκλο του θανάτου περιλάμβανε και «έκθεση αραπίνων».
Το μικρό ρεπορτάζ στην καθημερινή στήλη «Ζωή και κίνηση» της εφημερίδας Ακρόπολις τον Νοέμβρη του 1931 έχει τίτλο: «Η Λούνα Παρκ με τις παράξενες αραπίνες, το πείραμα του θανάτου και τις μαϊμούδες». Το άρθρο ξεκινάει με μια πρόσκληση προς τους Αθηναίους: «Συμπολίται! Από σήμερα το βράδυ καλείσθε στο “Αθήναιον” να περάσετε μερικές ώρες ευχάριστες, πρωτότυπες και… εγκυκλοπαιδικές ακόμη».
Σύμφωνα με τον Θεατή, όπως είναι το ψευδώνυμο με το οποίο υπογράφει ο συντάκτης, πρόκειται για μια αρκετά καλά διοργανωμένη μικρογραφία της πασίγνωστης «Λούνα Παρκ» του Παρισιού. Η εταιρία «Λούνα Παρκ» της Βουδαπέστης, σε συνεργασία με τον έλληνα επιχειρηματία Γ. Πρωτέκδικο εγκατέστησε στο «Αθήναιον» πολλά και διάφορα μηχανήματα τέρψεως, τα οποία θα χαρούν οι Αθηναίοι για μια αρκετά μεγάλη χειμερινή περίοδο.
Το βαρύ πυροβολικό της επιχείρησης, σύμφωνα πάντα με την στήλη, αποτελούν οι πέντε μαύροι του Γαλλικού Κονγκό, τρεις γυναίκες και δυο άντρες, οι οποίοι αφού περιφέρθηκαν σε πολλές γωνιές της γης, καταστάλαξαν στο «Αθήναιον» για να καταπλήξουν τους Αθηναίους. Ο παράξενος αυτός θίασος των Νέγρων αποτελείται από τρεις χαριτωμένες κυρίες, την Κακαλάγκεσε, την Κεγκί και την Κοντογιό και από δυο συμπαθέστατους κυρίους, τον νάνο Κανάρ και τον Ουλί-Ουλί.
Οι τρεις κυρίες παρουσιάζονται με ένα μυστηριώδες στολίδι. Το κάτω χείλος τους, ανοιγμένο σε μια απαίσια πλατύτητα, δέχεται ολόκληρο ένα ξύλινο πιατάκι, ενώ το πάνω συγκαταβατικότερο αρκείτε σε ένα πιο μικρό. Αυτό το κόσμημα που τους δίνει την πιο παράξενη μορφή τους δυσκολεύει παράλληλα στην τροφή, αναγκάζοντας τους να καταπίνουν μόνο πολτούς και τροφές νερουλιασμένες.
Ο ρεπόρτερ δεν παραλείπει να μεταφέρει στο αναγνωστικό κοινό τους σύντομους φαιδρούς διαλόγους που είχε με τα εκθέματα.
«Συναντώμε στο Αθήναιον την κυρία Κοτογιό. Προσπαθούμε σε γαλλική γλώσσα να της εκφράσωμε τον θαυμασμό μας:
-Βούζ ετ λα μπωτέ περσονιφιέ, μαντάμ! (δηλ. είσθε η προσωποποίησις της ωραιότητας κυρία μου).
Χαμογελάει – Θεέ μου… τι στοματάκι! –και μας αποκρίνεται:
-Μιρσί!… Γού-κα-λί-κακί!
-Κουά;… (Τί)
-Βού… μπον… Σουρλί… κάκι… λικάκα!…
Από… σεμνοτυφίαν απομακρυνώμαστε προς τον καβαλλιέρο της νάνο Κανάρ. Αυτός μιλάει καλύτερα τη γλώσσα του Μολιέρου:
-Ισί… φε φρουά… Ίχ… ιχ… Ατέν γκλας! (Εδώ κάνει κρύο… Αθήνα πάγος…)
Και τουρτουρίζει.»
Το ρεπορτάζ κλείνει με τη φράση:
«Μουσική, μπαρ και χορός θα συντελέσουν στην τόνωση του κεφιού, που η νέα αυτή αθηναϊκή όασις μέσα εις την ξεραΐλα της αθηναϊκής ζωής και κινήσεως, δοκιμάζει με τόσα πολλά και άξια υποστήριξης εφόδια να μας παρουσιάση.»
Αν βρήκες ενδιαφέρον το άρθρο, τσίμπα και κανένα από τα παρακάτω βιβλιαράκια να βγει το μεροκάματο:
Η Δάφνη Καραγιάννη και η Άννα Νίνη μιλάνε σχετικά με την δίκη του φονικού ξυλοδαρμού του/της Ζακ Κωστόπουλου/Zackie Oh για λογαριασμό του ZackieOh Justice Watch.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την δεύτερη μέρα του «books n’ beer 2023» (Σάββατο 10 Ιουνίου 2023), με θέμα την κατάσταση του ελληνικού τύπου όπου έγινε παρουσίαση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων και παρατηρητηρίων, καθώς και των υποθέσεων που ανέδειξαν τη σεζόν 2022-2023 στο πλαίσιο του δικαστικού ρεπορτάζ.
Η Ελευθερία Κουμάντου για λογαριασμό του Golden Dawn Watch και ο Λουκάς Σταμέλλος για λογαριασμό του omniatv μιλάνε για το εφετείο της ναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την δεύτερη μέρα του «books n’ beer 2023» (Σάββατο 10 Ιουνίου 2023), με θέμα την κατάσταση του ελληνικού τύπου όπου έγινε παρουσίαση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων και παρατηρητηρίων, καθώς και των υποθέσεων που ανέδειξαν τη σεζόν 2022-2023 στο πλαίσιο του δικαστικού ρεπορτάζ.
Ο Σταύρος Μαλιχούδης μιλάει για το δικαστικό σκέλος της φωτιάς στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας για λογαριασμό της δημοσιογραφικής ομάδας του Solomon.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την δεύτερη μέρα του «books n’ beer 2023» (Σάββατο 10 Ιουνίου 2023), με θέμα την κατάσταση του ελληνικού τύπου όπου έγινε παρουσίαση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων και παρατηρητηρίων, καθώς και των υποθέσεων που ανέδειξαν τη σεζόν 2022-2023 στο πλαίσιο του δικαστικού ρεπορτάζ.
Ο Σπύρος Θωμόπουλος (κριτικός τέχνης και κινηματογράφου), η Κατερίνα Μαλίχιν (ψυχαναλύτρια, δρ Κλινικής Ψυχοπαθολογίας και Έρευνας στην Ψυχανάλυση), η Βάλια Παπαστάμου (αρχιτέκτων-εικαστικός, διδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) μιλάνε για το βιβλίο «Black Mirror» (εκδόσεις Καστανιώτη), έχοντας ως αφορμή το επεισόδιο «The Entire History of You» της τηλεοπτικής σειράς «Black Mirror». Συντονίζει η Δέσποινα Καταπότη (επιμελήτρια του τόμου, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου).
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την πρώτη μέρα του «books n’ beer 2023» (Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023), με θέμα τη σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και τις δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας.
Ο Σπύρος Δερβενιώτης (δημιουργός κόμικς και γελοιογράφος) και ο Θωμάς Βαλιανάτος (οπτικοακουστικός καλλιτέχνης, λέκτορας του Ιονίου Πανεπιστημίου στο τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας) μιλάνε για το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στη τέχνη γενικά και στα κόμικς ειδικά και απαντάνε στο ερώτημα αν η τεχνητή νοημοσύνη ανοίγει νέες δυνατότητες στην τέχνη, αν αρπάζει την εργασία καλλιτεχνών και αν υπάρχει ανάγκη και δυνατότητα οριοθέτησης της.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την πρώτη μέρα του «books n’ beer 2023» (Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023), με θέμα τη σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και τις δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας.
Παρουσίαση του κόμικ «Fear Future» του Πάνου Ζάχαρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press.
Ο δημιουργός του Πάνος Ζάχαρης και η Μαρία Τζαμπούρα (σκιτσογράφος, δημιουργός κόμικς) μιλάνε για το αλμπουμάκι που ξεκίνησε να δουλεύεται τον Μάη του 2020 και ολοκληρώθηκε τον Φλεβάρη του 2021, και που το μεγαλύτερο κομμάτι του σχεδιάστηκε στις άγριες ώρες μεταξύ τηλεργασίας και μηνυμάτων στο 13033.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την πρώτη μέρα του «books n’ beer 2023» (Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023), με θέμα τη σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και τις δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Δημήτρης Λένης μάς μιλάει για το πώς οι θεωρίες συνωμοσίας, αντίθετα με την κοινή αντίληψη, είναι στην πραγματικότητα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας.
«Οι Μασόνοι και οι εξωγήινοι, τα Νεφιλίμ και οι πιλότοι των αεροπλάνων που μας ψεκάζουν, οι δολοφόνοι του Κένεντι και οι εβραιομπολσεβίκοι Σοφοί της Σιών, όλοι εφαρμόζουν πολλαπλές σκοτεινές συνωμοσίες εναντίον μας. Υπάρχει όμως επιπλέον μια ακόμα αμείλικτη παγκόσμια συνωμοσία, αυτή που μας επιβάλει να μην σκεφτόμαστε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος “Θεωρία Συνωμοσίας” και ποιες οι πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες της διάδοσης τέτοιων, ασαφώς ορισμένων, θεωριών. Το ανά χείρας βιβλίο επιχειρεί να διαβάσει την ιστορία της ανάδυσης διαφόρων μυστικών συνωμοσιών οι οποίες, υποτίθεται, “εξηγούσαν” τη Γαλλική Επανάσταση· εξετάζει την πολύ πιο πρόσφατη δημιουργία του όρου “θεωρία συνωμοσίας” τον 20ό αιώνα· επιχειρεί να κατανοήσει τι ακριβώς σημαίνει ο όρος και ποια φαινόμενα περιλαμβάνει.
»Στόχος είναι να αποκαλυφθεί το πώς οι θεωρίες συνωμοσίας, αντίθετα με την κοινή αντίληψη, είναι στην πραγματικότητα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας. Απορρέουν αυθόρμητα από την ιδεολογική διάρθρωση του μοντέρνου κράτους και γίνονται εργαλεία, στα χέρια δυνάμεων που δεν συνωμοτούν μυστικά, για την ολοφάνερη –και όχι μυστική– διαχείριση της πολιτικής στα πλαίσια των κοινωνιών του ύστερου καπιταλισμού».
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την πρώτη μέρα του «books n’ beer 2023» (Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023), με θέμα τη σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και τις δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας.
Παρουσίαση του συλλογικού τόμου «covid19 sudden fiction contest», δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του από τις εκδόσεις red n’ noir. Τι πραγματικά άλλαξε τρία χρόνια μετά το πρώτο λοκ ντάουν και προς ποια κατεύθυνση τα δυστοπικά σενάρια επιβεβαιώθηκαν ή διαψεύστηκαν;
Ο Νίκος Σούζας (νομικός και πολιτικός επιστήμονας) μίλησε για την συμμετοχή του στον διαγωνισμό και τον συλλογικό τόμο «covid19 sudden fiction contest»: Ενός βιβλίου του οποίου το υλικό συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν (23 Μαρτίου 2020 – 4 Μαΐου 2020), στην προσπάθεια που έκανε το red n’ noir για μια αρχική και δειγματοληπτική καταγραφή της συλλογικής εμπειρίας του covid-19 και των πολυεπίπεδων επιπτώσεών του, διοργανώνοντας το #covid19_sudden_fiction_contest μέσω της σελίδας του στο fb.
Σκοπός δεν ήταν να παραχθούν ούτε να εκδοθούν αριστουργήματα, παρότι κάποιες συμμετοχές έχουν πολύ μεγάλη λογοτεχνική αξία. Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένα ψηφιδωτό μικρών αφηγήσεων διηγήματος, ποίησης και κόμικς. Μια σύνθεση που θα μπορούσε να περιγράψει τη συλλογική εμπειρία των συνολικών, κυρίως κοινωνικών και πολιτικών, επιπτώσεων σε παρόντα (τότε) χρόνο. Ένα σημείο αναφοράς στο οποίο θα μπορεί να ανατρέχει κανείς στο μέλλον για να καταλάβει ποια ήταν η αρχική πρόσληψη και τι συνέβαινε τότε, όταν ακόμα η κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη και πριν περάσει το πρώτο σοκ∙ με άλλα λόγια, να μπορεί να ψηλαφήσει το πώς διάβαζαν οι άνθρωποι το παρόν και πώς προέβλεπαν το μέλλον.
Ο τόμος εκδόθηκε τον Ιούνη του 2021 και ήταν καιρός να γίνει μια μικρή κουβέντα γύρω από αυτόν. Να τσεκάρουμε ποιες οι διαφορές από τις προβλέψεις που έγιναν για τις μελλοντικές επιπτώσεις και σε ποιο βαθμό ήταν έγκυρες, τι τελικά έχει πραγματικά αλλάξει σε αυτά τα τρία χρόνια, σε ποιο βαθμό αλλά και προς ποια κατεύθυνση τα δυστοπικά σενάρια επιβεβαιώθηκαν ή διαψεύστηκαν.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την πρώτη μέρα του «books n’ beer 2023» (Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023), με θέμα τη σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και τις δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας.
Το φετινό books n’ beer θα δώσει αρκετό χώρο και στα κόμικς, φιλοξενώντας αντίστοιχες εκδόσεις και σχετικές εκδηλώσεις!
Σε κάποια απόσταση από τη μουσειακή λογική των εκθέσεων βιβλίου, επιδιώκουμε τα books n’ beer να είναι ζωηρά φεστιβάλ. Δεν θεωρούμε το βιβλίο ένα μεταφυσικό αγαθό, αποκομμένο από την πραγματικότητα και την κοινωνική ζωή, αλλά ένα (ομολογουμένως αγαπημένο) αντικείμενο με επιδραστικό περιεχόμενο, αλλά και κοινωνικό πρόσημο. Πιστεύουμε πως το βιβλίο δεν ανήκει στη σφαίρα του «ιερού», αλλά πως, αντίθετα, αποτελεί μια βιωμένη και απτή πραγματικότητα, αιτία και αφορμή για ζωηρή και «αφρώδη» κουβέντα. Τα books n’ beer, περισσότερο, θέλουμε να μοιάζουν σαν τρύγος για συγκομιδή βιβλίων, καθώς κλείνει η σεζόν. Χωρίς καμιά ευλάβεια, αλλά με αρκετό διονυσιακό ενθουσιασμό.
Οι εκδηλώσεις θα κινηθούν γύρω από τους παρακάτω άξονες:
Η πρώτη μέρα του «books n’ beer 2023» (Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023),
θα έχει θέμα τη σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και τις δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας.
Οι εκδηλώσεις θα ξεκινήσουν στις 18:00 με την παρουσίαση του συλλογικού τόμου «covid19 sudden fiction contest», ενός βιβλίου του οποίου το υλικό συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν (23 Μαρτίου 2020 – 4 Μαΐου 2020), στην προσπάθεια που έκανε το red n’ noir για μια αρχική και δειγματοληπτική καταγραφή της συλλογικής εμπειρίας του covid-19 και των πολυεπίπεδων επιπτώσεών του, διοργανώνοντας το #covid19_sudden_fiction_contest μέσω της σελίδας του στο fb.
Σκοπός δεν ήταν να παραχθούν ούτε να εκδοθούν αριστουργήματα, παρότι κάποιες συμμετοχές έχουν πολύ μεγάλη λογοτεχνική αξία. Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένα ψηφιδωτό μικρών αφηγήσεων διηγήματος, ποίησης και κόμικς. Μια σύνθεση που θα μπορούσε να περιγράψει τη συλλογική εμπειρία των συνολικών, κυρίως κοινωνικών και πολιτικών, επιπτώσεων σε παρόντα (τότε) χρόνο. Ένα σημείο αναφοράς στο οποίο θα μπορεί να ανατρέχει κανείς στο μέλλον για να καταλάβει ποια ήταν η αρχική πρόσληψη και τι συνέβαινε τότε, όταν ακόμα η κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη και πριν περάσει το πρώτο σοκ∙ με άλλα λόγια, να μπορεί να ψηλαφήσει το πώς διάβαζαν οι άνθρωποι το παρόν και πώς προέβλεπαν το μέλλον.
Ο τόμος εκδόθηκε τον Ιούνη του 2021 και είναι, πιστεύουμε, καιρός να γίνει μια μικρή κουβέντα γύρω από αυτόν. Πιο συγκεκριμένα, είναι καιρός να τσεκάρουμε ποιες οι διαφορές από τις προβλέψεις που έγιναν για τις μελλοντικές επιπτώσεις και σε ποιο βαθμό ήταν έγκυρες, τι τελικά έχει πραγματικά αλλάξει σε αυτά τα τρία χρόνια, σε ποιο βαθμό αλλά και προς ποια κατεύθυνση τα δυστοπικά σενάρια επιβεβαιώθηκαν ή διαψεύστηκαν.
Δεύτερη εκδήλωση θα είναι η παρουσίαση του βιβλίου «Θεωρίες Συνωμοσίας» του Δημήτρη Λένη από τις εκδόσεις Τόπος.
«Οι Μασόνοι και οι εξωγήινοι, τα Νεφιλίμ και οι πιλότοι των αεροπλάνων που μας ψεκάζουν, οι δολοφόνοι του Κένεντι και οι εβραιομπολσεβίκοι Σοφοί της Σιών, όλοι εφαρμόζουν πολλαπλές σκοτεινές συνωμοσίες εναντίον μας. Υπάρχει όμως επιπλέον μια ακόμα αμείλικτη παγκόσμια συνωμοσία, αυτή που μας επιβάλει να μην σκεφτόμαστε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος “Θεωρία Συνωμοσίας” και ποιες οι πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες της διάδοσης τέτοιων, ασαφώς ορισμένων, θεωριών. Το ανά χείρας βιβλίο επιχειρεί να διαβάσει την ιστορία της ανάδυσης διαφόρων μυστικών συνωμοσιών οι οποίες, υποτίθεται, “εξηγούσαν” τη Γαλλική Επανάσταση· εξετάζει την πολύ πιο πρόσφατη δημιουργία του όρου “θεωρία συνωμοσίας” τον 20ό αιώνα· επιχειρεί να κατανοήσει τι ακριβώς σημαίνει ο όρος και ποια φαινόμενα περιλαμβάνει.
»Στόχος είναι να αποκαλυφθεί το πώς οι θεωρίες συνωμοσίας, αντίθετα με την κοινή αντίληψη, είναι στην πραγματικότητα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας. Απορρέουν αυθόρμητα από την ιδεολογική διάρθρωση του μοντέρνου κράτους και γίνονται εργαλεία, στα χέρια δυνάμεων που δεν συνωμοτούν μυστικά, για την ολοφάνερη –και όχι μυστική– διαχείριση της πολιτικής στα πλαίσια των κοινωνιών του ύστερου καπιταλισμού».
Θα ακολουθήσει η παρουσίαση του κόμικ «Fear Future» του Πάνου Ζάχαρη,που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press. Ένα αλμπουμάκι που ξεκίνησε να δουλεύεται τον Μάη του 2020 και ολοκληρώθηκε τον Φλεβάρη του 2021, και που το μεγαλύτερο κομμάτι του σχεδιάστηκε στις άγριες ώρες μεταξύ τηλεργασίας και μηνυμάτων στο 13033.
Μετά από αυτό, σειρά θα πάρει η εκδήλωση για την τεχνητή νοημοσύνη στην τέχνη και τα κόμικς, με το ερώτημα αν η ΑΙ εκδημοκρατίζει την τέχνη ή αρπάζει εργασία καλλιτεχνών.
Η πρώτη μέρα του books n’ beer 2023 θα κλείσει με την παρουσίαση του συλλογικού τόμου «Black Mirror»,που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και το έχει επιμεληθεί η Δέσποινα Καταπότη.
«Μπορεί μια σειρά επιστημονικής φαντασίας να ρίξει φως σε άγνωστες ή αφανείς πτυχές του τεχνοπολιτισμού του 21ου αιώνα; Πώς λειτουργεί στον θεατή η επαφή με μια ιστορία “εκτός πραγματικότητας”, η οποία όμως ταυτόχρονα φαντάζει υπερβολικά “οικεία”; Στη δημοφιλή σειρά Black Mirror, η οποία άρχισε να προβάλλεται στη βρετανική τηλεόραση το 2011, η κεντρική ιδέα ήταν ότι μια (υποθετική) μετατόπιση στη χρήση ή τη λειτουργία των ψηφιακών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα συντελεί στην ανάδειξη μιας νέας πραγματικότητας, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονα τόσο “μακριά” αλλά και τόσο “κοντά” ώστε να προκαλεί αναστάτωση στους θεατές, κρατώντας τους έτσι προσηλωμένους στους δέκτες τους και εκτεθειμένους σε μια ανοιχτή θεώρηση του παρόντος, του δικού τους παρόντος, της δικής τους ζωής.
»Στον συλλογικό αυτό τόμο γράφουν πρόσωπα που προέρχονται από τον ακαδημαϊκό, καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό χώρο. Το κεντρικό ζητούμενο είναι να αναδειχθούν οι πολλαπλές πτυχές του φαινομένου της ψηφιακότητας και να καλλιεργηθεί ένας βαθύτερος προβληματισμός γύρω από το ερώτημα: Είμαστε πλέον έτοιμοι/έτοιμες να αναθεωρήσουμε (ή και να εγκαταλείψουμε) παγιωμένους ειδολογικούς προσδιορισμούς και ερμηνευτικά σχήματα που αφορούν τη σύγχρονη ζωή; Όπως αναφέρεται άλλωστε και σε ένα από τα τρέιλερ του Black Mirror, το μέλλον “έχει διαρραγεί”, το μέλλον “είναι τώρα” (“the future is broken, the future is now”)».
Η δεύτερη μέρα του «books n’ beer 2023» (Σάββατο 10 Ιουνίου 2023),
θα είναι αφιερωμένη στην κατάσταση του ελληνικού τύπου και θα γίνει η παρουσίαση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων και παρατηρητηρίων , καθώς και των υποθέσεων που ανέδειξαν τη σεζόν 2022-2023 στο πλαίσιο του δικαστικού ρεπορτάζ.
Πιο συγκεκριμένα, θα παρουσιαστούν οι υποθέσεις:
Της δίκης για τη φωτιά στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας από τοSolomon.
Των δύο αστυνομικών δολοφονιών σε βάρος των πολιτών Ρομά Νίκου Σαμπάνη και Κώστα Φραγκούλη από το omnia tv. (Οι δίκες δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμα, όμως το δημοσιογραφικό υλικό από την προανάκριση και την ανάκριση έχει μεγάλη αξία ήδη από αυτό το στάδιο).
«Μπορεί ένα γράφημα, ένα βίντεο ή μια φωτογραφία να μας παραπλανά χωρίς να λέει ψέματα; Με ποιους μηχανισμούς προωθούνται οι διαρροές της αστυνομίας, της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων; Πώς “ξεπλένονται” τα εγκλήματα εταιρειών και ολόκληρων κρατών με τεχνικές όπως το whitewashing, το green-washing και το pinkwashing; Μπορούν τα μέσα ενημέρωσης να καθοδηγήσουν τον αναγνώστη αλλάζοντας τη σύνταξη μιας πρότασης ή να αλλοιώσουν μια δημοσκόπηση μεταβάλλοντας απλώς τη σειρά των ερωτήσεων;
»Ο δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου παρουσιάζει έναν πρακτικό οδηγό που μας βοηθά να εντοπίζουμε τεχνικές παραπληροφόρησης και προπαγάνδας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα social media αλλά και στον καθημερινό λόγο πολιτικών, διαφημιστών και συμβούλων επικοινωνίας.
»Μέσα από προσωπικές εμπειρίες σχεδόν τριών δεκαετιών σε διεθνή και ελληνικά ΜΜΕ, μας εξηγεί με συγκεκριμένα παραδείγματα πώς να διαβάζουμε ανάμεσα στις γραμμές των εφημερίδων και των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης».
Η τρίτη και τελευταία μέρα του books n’ beer 2023 (Κυριακή 11 Ιουνίου 2023),
θα έχει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος θα είναι αφιερωμένο στο σύγχρονο έντυπο περιοδικό και το δεύτερο στην queer λογοτεχνία και κόμικς!
Οι εκδηλώσεις της Κυριακής θα ξεκινήσουν με την κουβέντα μεταξύ των περιοδικών kaboom, yusra, HUMBA! και βλάβη, κυρίως ως ενός είδους ποδαρικό στην κυκλοφορία του τελευταίου.
Έπειτα θα ακολουθήσει το αφιέρωμα στην queerλογοτεχνία και κόμικς.
Ξεκινάμε συζητώντας με αφορμή την πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Κίρκη με τίτλο «Δαγκώματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο, και προσεγγίζουμε το ζήτημα της queer γραφής.
Αμέσως μετά ακολουθεί κουβέντα, στην οποία θα προσεγγίσουμε το ζήτημα της queer δημιουργίας στα κόμικς.
Οι εκδηλώσεις του «books n’ beer» θα κλείσουν με δύο παρουσιάσεις βιβλίων: «Στο σπίτι των ονείρων»της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες,και «Ζυθοποιείο Μαργαριταριών»της Γιένι Βαλ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πλήθος.
«“Στο Σπίτι των Ονείρων” είναι η παθιασμένη ερωτική ιστορία, η κοινή ζωή, η πνευματική και σωματική σύνδεση δύο γυναικών, που σταδιακά μετατρέπεται σε φυλακή και σε εφιάλτη. Η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο αφηγείται την κακοποιητική σχέση που βίωσε, από την ενθουσιώδη αρχή της μέχρι το επώδυνο τέλος της, προσπαθώντας να κατανοήσει αυτό που της συμβαίνει και αναζητώντας μια έξοδο διαφυγής. Περιγράφει την τρυφερότητα και την ένταση, τις αυταπάτες και το ψέμα, την αίσθηση της μοναδικότητας και της κοινοτοπίας, συνδέοντας το προσωπικό της βίωμα με το παραμύθι, τη λογοτεχνία, την κουήρ θεωρία και την ποπ κουλτούρα. Μετατρέποντας κάθε κεφάλαιο αυτής της ιστορίας σε άσκηση ύφους, με μια γλώσσα που παραμένει πάντα βαθιά συναισθηματική, η Ματσάδο ανατρέπει τις αντιλήψεις μας για το τι είναι και τι μπορεί να κάνει η αυτοβιογραφία».
«Στο “Ζυθοποιείο Μαργαριταριών”, η Τζο φτάνει σε μια νέα χώρα για να σπουδάσει βιολογία. Κάνει σπίτι της ένα ανακατασκευασμένο ζυθοποιείο και το μοιράζεται με μια γυναίκα τελείως διαφορετική από εκείνη. Το σπίτι αυτό δεν έχει τοίχους, είναι διαπερατό, εύπλαστο, κι η Τζο το παρατηρεί να ζωντανεύει με τρόπους αφάνταστους και αλλόκοτους. Οι αισθήσεις της κινητοποιούνται και την κατακλύζουν, καθώς τα όρια μεταξύ των φυτών και των σωμάτων, του ονείρου και της πλήρους συνείδησης θολώνουν και πλέκουν νέους κόσμους και δυνατότητες.
»Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της μουσικού και συγγραφέως Jenny Hval αποτελεί μια μεθυστική και αισθητηριακή απεικόνιση της σεξουαλικής αφύπνισης και της queer επιθυμίας.»
Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων αναλυτικά
Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023
Η σύγχρονη πραγματικότητα ως δυστοπία και οι δυστοπικές όψεις της πραγματικότητας
18:00 Δυστοπικά κορονοσενάρια
Παρουσίαση του συλλογικού τόμου «covid19 sudden fiction contest», δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του από τις εκδόσεις red n’ noir.
Ο Νίκος Σούζας (νομικός και πολιτικός επιστήμονας) και η Χρύσα Λύκου (δημοσιογράφος) μας λένε τη γνώμη τους σε σχέση με το τι πραγματικά άλλαξε τρία χρόνια μετά το πρώτο λοκ ντάουν και προς ποια κατεύθυνση τα δυστοπικά σενάρια επιβεβαιώθηκαν ή διαψεύστηκαν.
18:45 Θεωρίες Συνωμοσίας
Παρουσίαση του βιβλίου «Θεωρίες Συνωμοσίας» (Δημήτρης Λένης, εκδόσεις Τόπος).
Ο συγγραφέας του βιβλίου Δημήτρης Λένης μάς μιλάει για το πώς οι θεωρίες συνωμοσίας, αντίθετα με την κοινή αντίληψη, είναι στην πραγματικότητα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας.
19:30 Fear Future
Παρουσίαση του κόμικ «Fear Future» (Πάνος Ζάχαρης, εκδόσεις Jemma Press).
Ο δημιουργός του Πάνος Ζάχαρης και η Μαρία Τζαμπούρα (σκιτσογράφος, δημιουργός κόμικς) θα μας μιλήσουν για το άλμπουμ, που το μεγαλύτερο κομμάτι του σχεδιάστηκε στις άγριες ώρες μεταξύ τηλεργασίας και μηνυμάτων στο 13033…
20:15 ΑΙ συνέπειαι τῆς καινούργιας ἱστορίας…
Η τεχνητή νοημοσύνη στην τέχνη και τα κόμικς
Ο Σπύρος Δερβενιώτης (δημιουργός κόμικς και γελοιογράφος), ο Θωμάς Βαλιανάτος (οπτικοακουστικός καλλιτέχνης, λέκτορας του Ιονίου Πανεπιστημίου στο τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας) και ο Περικλής Κουλιφέτης (δημιουργός κόμικς και συντάκτης στο Καρέ-Καρέ της ΕΦ.ΣΥΝ.) μιλάνε για το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στη τέχνη γενικά και στα κόμικς ειδικά και απαντάνε στο ερώτημα αν η τεχνητή νοημοσύνη ανοίγει νέες δυνατότητες στην τέχνη, αν αρπάζει την εργασία καλλιτεχνών και αν υπάρχει ανάγκη και δυνατότητα οριοθέτηςής της.
21:00 Black Mirror
Παρουσίαση του συλλογικού τόμου «Black Mirror»
Ο Σπύρος Θωμόπουλος (κριτικός τέχνης και κινηματογράφου), η Κατερίνα Μαλίχιν (ψυχαναλύτρια, δρ Κλινικής Ψυχοπαθολογίας και Έρευνας στην Ψυχανάλυση), η Βάλια Παπαστάμου (αρχιτέκτων-εικαστικός, διδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) μιλάνε για το βιβλίο «Black Mirror» (εκδόσεις Καστανιώτη), έχοντας ως αφορμή το επεισόδιο «The Entire History of You» της τηλεοπτικής σειράς «Black Mirror».
Συντονίζει η Δέσποινα Καταπότη (επιμελήτρια του τόμου, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου).
Σάββατο 10 Ιουνίου 2023
Παρουσίαση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών ομάδων και των υποθέσεων που ανέδειξαν τη σεζόν 2022-2023 στο πλαίσιο του δικαστικού ρεπορτάζ
18:00 Δίκη για τη φωτιά στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας. Μιλάνε ο Σταύρος Μαλιχούδης και η Κορίνα Πετρίδη για λογαριασμό της δημοσιογραφικής ομάδας του Solomon.
18:30 Εφετείο της ναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή. Μιλάνε η Ελευθερία Κουμάντου για λογαριασμό του Golden Dawn Watch και ο Λουκάς Σταμέλλος για λογαριασμό του omnia tv.
19:00 Δίκη για τον φονικό ξυλοδαρμό του Ζακ Κωστόπουλου/Zackie Oh. Μιλάνε η Δάφνη Καραγιάννη και η Άννα Νίνη για λογαριασμό του ZackieOh Justice Watch.
19:30 Υποθέσεις τράφικινγκ (Ηλιούπολης και 12χρονης). Μιλάνε οι Άννα Νίνη και Οδυσσέας Γερονικολός για λογαριασμό της δημοσιογραφικής ομάδας του omnia tv.
20:00 Δίκη Λιγνάδη. Μιλάνε η Μαρία Λούκα και η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου για λογαριασμό του Lignadis Trial Watch και η Μαρία Κεφαλά για λογαριασμό του 20/20 magazine.
20:30 Υποθέσεις δολοφονιών Νίκου Σαμπάνη και Κώστα Φραγκούλη από αστυνομικούς
Μιλάνε οι Φοίβος Συμεωνίδης και Αλέξανδρος Λιτσαρδάκης για λογαριασμό του omnia tv.
21:00 Υπόθεση Greek Police Mafia. Μιλάει ο Μπάμπης Πολυχρονιάδης για λογαριασμό του the freedom of press.
21:30 Παρουσίαση του βιβλίου του Άρη Χατζηστεφάνου «Προπαγάνδα και παραπληροφόρηση» (εκδόσεις Τόπος). Μιλάει ο συγγραφέας του βιβλίου και δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου.
Κυριακή 11 Ιουνίου 2023
Σύγχρονο έντυπο περιοδικό | queer λογοτεχνία και κόμικς
18:00 Τέσσερα περιοδικά συνομιλούν!
Συνομιλούν: Ο Πι Ζήτα από το περιοδικό HUMBA!, ο Χρήστος Κρυστάλης από το περιοδικό Βλάβη, ο Στέφανος Μπατσής από το περιοδικό kaboom και ο Σπύρος Παπαδόπουλος από το περιοδικό Yusra.
18:45 comics n’ queer
Οι κομιξάδες Στιβ Στιβακτής και Χάρρυ Σάξον παρουσιάζουν τις δουλειές τους.
19:30 poems n’ queer
Η Άννα Παντελάκου (θεωρητικός και ιστορικός τέχνης) και η Ελένη Κίρκη (απόφοιτος Νομικής, ποιήτρια) μας μιλάνε για την πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Κίρκη με τίτλο «Δαγκώματα» (εκδόσεις Ενύπνιο).
20:45 novels n’ queer
Η Ζωή Κόκκα (περιοδικό Yusra) μας μιλάει για το βιβλίο της Jenny Hval, «Ζυθοποιείο μαργαριταριών»(εκδόσεις Πλήθος).
21:30 memoir n’ queer
Η Δήμητρα Γεωργιάδου (κοινωνική ανθρωπολόγος) και η Εύα Πλιάκου (εκδόσεις Αντίποδες και περιοδικό Βλάβη) μας μιλάνε για το βιβλίο της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο «Στο σπίτι των ονείρων» (εκδόσεις Αντίποδες).
Noctua Brewery Athens, Αθηναίισα και Primator, ενώ όσα πρόσωπα θέλουν να ξεκινήσουν το απόγευμά τους με καφέ, θα μπορούν να το κάνουν με Coffee Republic S.A., aka τον πιο ποιοτικό καφέ που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα!
Χορηγοί:
Η Βιβλιοτεχνία, το αγαπημένο μας τυπογραφείο, θα τυπώσει το προωθητικό έντυπο υλικό του φεστιβάλ, καθώς και τα books n’ beer 2023 σημειωματάρια, ενώ οι InkSpit Rats θα τυπώσουν τις συλλεκτικές τσάντες του φεστιβάλ και οι Hijo De Cupa τα συλλεκτικά μπιροπότηρα! Και τους τρεις χορηγούς (με το υλικό τους) θα μπορείτε να τους βρείτε στα τραπεζάκια τους!
Χορηγοί επικοινωνίας:
Documento, Το Κουτί της Πανδώρας, Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, Solomon, 20/20, The Press Project, Red and Black και φυσικά το omniatv, που θα αναλάβει τη ζωντανή μετάδοση και τη βιντεοσκόπηση των εκδηλώσεων!
Συνήθως, ξυπνούσε δύο ώρες πριν πάει στη δουλειά. Θα ήθελε το «συνήθως» να ήταν «πάντα». Κι εγώ θα το ήθελα, δε στο κρύβω. Όμως το «πάντα» ή το «για πάντα», είναι τόσο μα τόσο αόριστα. Ειδικά με το πέρασμα του χρόνου, ακόμη πιο πολύ. Το ήξερε και είχε συμβιβαστεί μ’ αυτό. Αν και είχε ορίσει ήδη το δικό του «για πάντα».
Το είχε πει στον εαυτό του. Γνώριζε καλά, ότι από ‘δω και πέρα, θα ήταν για πάντα μόνος και για πάντα θλιμμένος. Τον καταδίκασε ένας έρωτας σ’ αυτή τη μοναξιά. Αυτός που είναι πιστός σε μια σχέση, είναι αυτός που δε φεύγει. Κι όταν όλα τελειώσουν, είναι αυτός που ακόμη αγαπά ή ίσως και να ελπίζει. Άσχημη λέξη η ελπίδα, ανούσια και πάντα γεμάτη υποσχέσεις. Υποσχέσεις που ναυαγούν.
Συνήθως λοιπόν, ξυπνούσε δύο ώρες πριν τη δουλειά. Τον ήθελε αυτόν τον χρόνο. Ήταν σημαντικός για εκείνον. Ήθελε χρόνο να βρει το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει μια ακόμη μέρα. Ν’ αντιμετωπίσει το γεγονός ότι κάνει μια δουλειά που δε τον ευχαριστεί. Ζει από μια δουλειά, που του επιτρέπει να πληρώνει τα απαραίτητα. «Ωραία ζωή», έλεγε και ξανάλεγε. Κι όταν κάποιος επαναλαμβάνει συνεχώς την ίδια μιζέρια κάθε φορά, σταματάς να τον ακούς.
Έτσι κι όλοι εμείς. Σταματήσαμε ν’ ακούμε το καθημερινό, συνεχόμενο και ειρωνικό σχόλιό του. «Ωραία ζωή». Λάθος μας. Ή ίσως, κάποια πράγματα να είναι γραμμένα. Το ριζικό μας, η μοίρα μας.
Καμιά φορά, πριν φύγει και κλειδώσει, έμενε για λίγη ώρα ακίνητος. Σαν να άκουγε με προσοχή κάποιον που του μιλούσε. Αλλά απλά, κοίταζε το κενό. Κι ίσως να υπήρξαν φορές, που το «κενό» του απάντησε. Όμως, τι μπορεί να πει ένα «κενό», για να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα; Μέσα του, βαθιά μέσα του, δεν ήταν θλιμμένος μόνο για εκείνη. Ήταν όλα. Ο κόσμος. Οι εργοδότες, οι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να πούνε κουβέντα, γιατί πρέπει να πληρώσουν το νοίκι τους ή γιατί τους περιμένει μια οικογένεια από πίσω. Εκεί πατούν τα καθάρματα. Η εκμετάλλευση, η απανθρωπιά. Πληρωμές, λογαριασμοί που τρέχουν κι ύστερα τρέχεις κι εσύ να τους πληρώσεις. Φυσικά όχι στην ώρα τους. Μισθωτή σκλαβιά. Αυτά πίστευε για τον κόσμο. Αυτά έζησε, αυτά έζησαν κι άλλοι. Δεν είχε κι άδικο, δε νομίζεις;
Αποχωρεί απ’ το σπίτι. Η δουλειά ήταν κοντά κι έτσι πήγαινε με τα πόδια. Του άρεσε αυτό. Του άρεσε κι ο ήλιος που έβγαινε κάποιες μέρες. Προσπαθούσε να χαμογελάσει. Να το χαρεί. Αλλά ένιωσε πως αν χαμογελούσε, θα την πρόδιδε. Και θα πρόδιδε κι όλους εκείνους που δε μπορούν να χαμογελάσουν. Που έχουν ξεχάσει πια πως είναι. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε πώς να τιθασεύσει αυτόν τον πόνο, τα συναισθήματα, τις σκέψεις.
Στο γραφείο, όλοι σκυθρωποί. Καθισμένοι μπροστά από έναν υπολογιστή. Τιμολόγια, τηλέφωνα που χτυπούσαν συνεχώς. Σκυθρωποί. Και γιατί να είναι. Όμως, το πιο σημαντικό απ’ όλα. Και γιατί να μην είναι; Δεν είχε πάρει κανείς ακόμη τον μισθό του. Το οκτάωρό τους, δεν ήταν πάντα οκτάωρο. Και άρθρα παντού. «Η οκτάωρη εργασία, μειώνει την παραγωγικότητα», «καταγγελία-βόμβα: εφαρμόζονται δεκάωρα», «ανατροπή στο επίδομα εργασίας». Τα δικαιώματα των εργαζομένων, πουθενά. Κι όλοι, τόσο μα τόσο κουρασμένοι για να κάνουν κάτι. Κι εκείνος, είχε έναν έρωτα όλο δικό του στην καρδιά, που του έπαιρνε το μυαλό. Όμως, πάντα ένιωθε μια ενόχληση. Για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, στην κοινωνία. Στην ίδια μας τη ζωή. Τα απογεύματα σπίτι. Κοιτούσε απ’ το παράθυρο και παρατηρούσε τους ανθρώπους. Πόσοι χαμογελούν, πόσοι μαλώνουν, πόσοι κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου.
Όσο περνούσε ο καιρός, σκεφτόταν όλο και λιγότερο εκείνη. Ο έρωτας που είχε στην καρδιά του, άλλαζε μορφές. Άργησε να το καταλάβει. Δε γνωρίζω την υφή που μπορεί να έχει μια καρδιά. Αν είναι μαλακή και πόσο. Ή δική του, σκλήρυνε. Κι όχι για εκείνη. Υπήρχαν πράγματα. Πάντα ήθελε να κάνει κάτι μεγάλο. Να βοηθήσει όσο μπορεί τον κόσμο. Την πείνα του, την κακή του συμπεριφορά, τα σκληρά λόγια αδερφός σε αδερφό, φίλος σε φίλο.
Το σπίτι του, ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Και το κέντρο της Αθήνας, δείχνει ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια. Κι αυτό που έβλεπε στη γειτονιά του, δε τον βοηθούσε καθόλου. Αστυνομική βαρβαρότητα. Οι αρχές να κινούν και να κατευθύνουν τις ζωές μας. Όλα κανονισμένα. Η ώρα που θα ξυπνήσεις, η ώρα που θα πας στη δουλειά, η ώρα που θα επιστρέψεις σπίτι, η ώρα που θα φας, που θα κοιμηθείς. Όλα κανονισμένα. Κουράστηκε. Μπούχτισε πια να είναι στρατιωτάκι. Θυμήθηκε τις αξίες του, την ιδεολογία του. Πάντα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Να αλλάξει τα μυαλά -ίσως- κάποιων ανθρώπων. Μάντεψε. Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν είναι ο χρόνος και ο τόπος για την εκπλήρωση ονείρων πια. Έπειτα, κρίση πανικού. Ιδρώτας, κλάμα σε σημείο σπαραγμού. Μπουκάλι με ουίσκι, ταράτσα. Και μετά, ούρλιαξε ένα «ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ».
Κάποιοι τον άκουσαν, τον κοίταξαν και κούνησαν το κεφάλι. Κούνησαν το κεφάλι, με τρόπο που έδειχνε ότι συμφωνούσαν μαζί του. Άλλοι χαμογέλασαν. Σαν ξαφνικά να χτύπησε το ξυπνητήρι. Αυτή η απότομη σφαλιάρα που τρώμε όλοι μας που και που. Κι εκείνος, χαρά και περηφάνια. Εκείνη τη στιγμή, για κάποιους, υπήρξε ξυπνητήρι. Ή, τουλάχιστον, μια υπενθύμιση.
Τόσα χρόνια απ’ τη ζωή του, ένιωσε πως πήγαν χαμένα. Γονείς που τον πίεσαν σαν ήταν παιδί, να «βολευτεί» «Μόνιμη δουλειά», «λεφτά, λεφτά, λεφτά». Και γύρισε μια μέρα και τους είπε: «όμως, μαμά, μπαμπά, ο κόσμος έχει αλλάξει, η κοινωνία έχει αλλάξει, εγώ έχω αλλάξει». Σκέψου, πόσο θύμωσε όταν κατάλαβε ότι δεν είχε κάνει τίποτα απ’ όσα ονειρευόταν. Ότι θ’ αλλάξει τον κόσμο. Ακόμη κι αν πέθαινε στην άσφαλτο. Τίποτα απ’ όσα έλεγε παιδί, νέος, φοιτητής σε οργανώσεις. Λες και όλα ξεχάστηκαν. Κι ύστερα; Ρομποτάκι. Στη σειρά κι αυτός. Ένας αριθμός. Ένα ζώο που ανάτρεφαν, με μόνο σκοπό, την τελική του σφαγή.
Τετάρτη ήταν. Πήγε στη δουλειά. Χαρτί παραίτησης. Ο εργοδότης δε νοιάστηκε και πολύ, ούτε προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη. Όλοι είμαστε αναλώσιμα προϊόντα με ημερομηνία λήξης. Φεύγοντας, σήκωσε το μεσαίο δάχτυλο ψηλά και γύρω-γύρω να το δούνε όλοι. Χτύπησε πίσω του την πόρτα. Στάθηκε λίγα λεπτά και χαμογέλασε. «Ώστε έτσι νιώθεις όταν πια είσαι ελεύθερος».
Ένιωθε επαναστάτης! Έτρεχε σε όλες τις πορείες. Ξύλο με τους φασίστες, με την αστυνομία. Οργανώσεις, συνελεύσεις. Επιτέλους, ένιωθε όμορφα. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το γεγονός ότι πια, κάνει αυτό που ορκίστηκε στον εαυτό του ότι θα κάνει: ΠΑΛΕΥΕ!
Γεγονός: οι άνθρωποι βάζουν ταμπέλες ο ένας στον άλλον. Ίσως για να τους ξεχωρίζουν, ίσως γιατί είναι το μόνο που ξέρει να κάνει καλά το ανθρώπινο είδος. Ή ίσως, γιατί δεν ήρθαν σε ειρήνη ποτέ με τον εαυτό τους. Κι έτσι, άρχισαν οι χαρακτηρισμοί. «Αναρχικός», «αντιεξουσιαστής». Δε τον ένοιαζαν όλα αυτά. Δεν ήταν τίποτα απ’ αυτά, ή μπορεί και να ήταν. Τον ένοιαζε να πράξει. Κάποιοι, τον έλεγαν ήρωα. Κάποιοι, τον έβλεπαν απλά σαν έναν χαμένο που δε θα καταφέρει τίποτα. Το τελευταίο, το έλεγαν οι σκυθρωποί. Με τον χαρτοφύλακά τους, τη γραβάτα τους. Επιχειρηματίες, εργοδότες.
Θυμήθηκε τον Θικ Κουάνγκ Ντουκ. Υπήρξε το είδωλό του. Ήταν ένας βουδιστής μοναχός, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε στη Σαγκάη το 1963. Δυο μοναχοί τον συνόδευαν. Ο ένας, με το μπιτόνι γεμάτο βενζίνη κι ο άλλος με το μαξιλάρι στα χέρια. Ο δεύτερος, έβαλε το μαξιλάρι στο δρόμο. Ο Ντουκ, κάθισε και άρχισε να διαλογίζεται. Ήρεμος. Απόλυτα ήρεμος. Έπειτα, ο άλλος, τον περιέλουσε με τη βενζίνη και πέταξε ένα σπίρτο. Ο Ντουκ δε κουνήθηκε στιγμή. Έμεινε στην καθιστή στάση του λωτού. Κι ήταν πια, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ήρεμος. Τώρα πια, απόλυτα ήρεμος.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν μπροστά από μία τεράστια διμοιρία. Πίσω του, οι σύντροφοι. Καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει πως γίνεται μια τέτοια ανάμνηση, να τον έκανε να χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, άρχισε να νιώθει σαν το παιδί που κάποτε ήταν, ο φοιτητής που κάποτε ήταν, ο νέος που κάποτε ήταν.
Ζούσε μέσα του ο Θικ Κουανγκ Ντουκ. Πήρε φόρα και έτρεξε προς τη διμοιρία. Βγάζει τον σουγιά απ’ τη ζώνη. Έτοιμος να μπει, όσο πιο βαθιά γίνεται στο λαιμό του μπάτσου. Κάποιοι φώναξαν: «έχει όπλο, έχει όπλο». Ρουφιάνοι. Εκείνος, συνέχισε να τρέχει. Σάλιο να τρέχει απ’ το στόμα του, σα σκυλί λυσσασμένο, έτοιμο για όλα. Κατακόκκινος. Φώναζε. Ένιωθε τα πόδια του πιο δυνατά από ποτέ. Ένιωθε τα βήματά του πιο σταθερά από ποτέ. Τις φλέβες, έτοιμες να σκίσουν το δέρμα, να βγουν και ν’ αρπάξουν σαν μεγάλες θηλιές τους απέναντι. Αν κάτι είναι απέναντί σου, σημαίνει ότι δεν είναι δίπλα σου. «Για την Ελευθερία», φώναξε. Το μαχαίρι βρήκε το θύμα του. Το θήραμά του. Αμέσως, μια σφαίρα τον διαπέρασε. Γονάτισε. Ο καθένας, έτρεχε να σώσει τον «δικό» του. Έτσι κι οι σύντροφοι έτρεξαν και τον έσυραν πίσω, χτίζοντας με τα σώματά τους ένα τοίχος. Το αίμα του, δημιούργησε ένα κόκκινο μονοπάτι για οποιοδήποτε ήθελε να τον βρει. Κάποιος του κράτησε το χέρι και είπε: «μη φοβάσαι ρε, μη φοβάσαι. Έρχεται το ασθενοφόρο. Κρατήσου». Εκείνος, χαμογέλασε. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, φαινόταν ήρεμος. Απόλυτα ήρεμος. Ένα πράγμα είπε μόνο.
«Σύντροφε, να πας να βρεις την Ελευθερία, τη δική μου Ελευθερία. Και να της πεις, ότι για εκείνη το έκανα. Θα της έφτιαχνα κάτι που θα της άρεσε. Για την Ελευθερία ρε σύντροφε». Έκλεισε τα μάτια. Ξεψύχησε. Σαν όλους τους ανθρώπους. Μια τυχαία μέρα, σ’ έναν τυχαίο χρόνο και δρόμο.
Ο σύντροφος, πήγε στην Ελευθερία και της μίλησε. Τα έμαθε όλα. Τι έγινε, πως έγινε, τι ειπώθηκε. Η Ελευθερία άλλαξε τελείως γειτονιά, απ’ τη μια άκρη της πόλης, στην άλλη. Άραγε ο κόσμος να άλλαξε; Ποιος ξέρει. Ρώτα την Ελευθερία. Ρώτα τη, μ’ ένα σπαρακτικό «γιατί».
Στην κηδεία, κάπου απ’ το βάθος, ακουγόταν ο Νικόλας Άσιμος να τραγουδά με πόνο, λες και ήταν εκεί: «την εικόνα αυτού του κόσμου δε μπορώ, δε του μοιάζω κι ούτε θ’ αλλοτριωθώ…. Είν’ πανάκριβο στο λέω ν’ αγαπάς».
Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω την αφήγηση αυτής της ιστορίας. Στην αρχή σκέφτηκα να την ξεκινήσω από μια αποστροφή της Ελισάβετ, καθώς μιλούσαμε για την υπόθεσή της κοντά στο Σύνταγμα, σε κάτι που τελικά αποδείχτηκε πως δεν ήταν μπιραρία.
«Ένιωσα τόσο αδικημένη για κάποια πράγματα. Μα είναι άδικο, ρε φίλε. Εντάξει, ξέρω ότι η ζωή είναι άδικη, από μικρά μάς το λένε. Αλλά όταν τρως τέτοια πράγματα στη μούρη, λες δεν γίνεται να το αφήσω έτσι…»
Μετά σκέφτηκα να ξεκινήσω από την απάντησή της στο μέσεντζερ, όταν κανονίζαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες του ραντεβού μας.
«Θα φοράω μπεζ καμπαρντίνα και καβουράκι για να με αναγνωρίσεις», της έγραψα, θεωρώντας πως με αυτό το χωρατό θα κέρδιζα τις πρώτες εντυπώσεις. Μετά από ένα τυπικό ριάξιο με τη φατσούλα που κλαίει από τα γέλια, μου απάντησε «Εμένα θα με καταλάβεις εύκολα» και μου έστειλε μια φωτογραφία με τα τεχνητά της μέλη.
Δεν ξέρω αν το χιούμορ είναι τελικά άμυνα ή επίθεση, και μικρή σημασία έχει. «Παπαριές, Γιωργίτσα μου», ήταν η απάντηση της αργότερα στο συγκεκριμένο δίλημμα, επιστρέφοντάς μου τη φράση με την οποία της είχα απαντήσει για κάποιο προηγούμενο ζήτημα, όσο κουβεντιάζαμε πίνοντας μια-δυο μπίρες.
Μιας και ακόμα δεν ξέρω από πού να αρχίσω, καλύτερο είναι να πάρω από την αρχή τα πραγματικά περιστατικά και έπειτα να επικεντρώσω στο κάπως σκανδαλώδες δικαστικό κομμάτι.
Τα γεγονότα
«Το απόγευμα της 27ης Οκτωβρίου του 2015 ξεκίνησα από το σπίτι μου στον Κορυδαλλό προς το Ρουφ, έναν σταθμό στον οποίο πηγαινοερχόμουν από τα δεκάξι μου, για να πάρω τον Προαστιακό και να πάω στο Δήλεσι.
Πήρα το λεωφορείο Γ18, κατέβηκα έξω από τη Στρατολογία, κατευθύνθηκα με τα πόδια από την Πειραιώς προς Κων/πόλεως, διέσχισα τον δρόμο και πέρασα κάτω από τη γέφυρα στο ύψος του θεάτρου «Τρένο στο Ρουφ». Είδα τις γραμμές, είδα τη στάση∙ είχα φτάσει πιο νωρίς από την ώρα που θα έφτανε το τρένο μου. Περίμενα να δω και κάναν άλλον να περνάει, για να πάμε μαζί. Είναι περίεργη περιοχή, δεν έχεις προστασία από πουθενά. Ήταν 27 Οκτώβρη, δυο ημέρες πριν είχε αλλάξει η ώρα, σουρούπωνε λίγο μετά τις 18:00 και φώτα δεν είχαν ανάψει πουθενά.
Πέρασα τις γραμμές στην αποβάθρα, πολλές από τις οποίες είναι ανενεργές. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να βλέπω μια κυρία που πήγαινε προς τα εκεί με ένα παιδάκι και εγώ να την ακολουθώ. Μετά άνοιξα τα μάτια μου στα χαλίκια… Τέλος πάντων, με βρήκαν, με πήγαν στο νοσοκομείο και δε ρεστ ιζ χίστορι…»
Ο δικαστικός Γολγοθάς
Λόγω κάποιων κακών αρχικών νομικών χειρισμών, η αγωγή της Ελισάβετ κατά της ΤΡΕΝΟΣΕ και του ΟΣΕ κατατέθηκε όταν άλλαξε δικηγόρους, τον Απρίλιο του 2021, λίγο πριν εκπνεύσει το όριο της προθεσμίας που προβλέπει ο νόμος (το οποίο όριο είχε παραταθεί λόγω λοκντάουν). Μέχρι τότε δεν είχε στα χέρια της ούτε τα έγγραφα της υπόθεσης.
Το κόστος του παραβόλου στην περίπτωσή της έφτανε στα 26.574,53€ (το 0,1% του συνολικού ποσού που διεκδικεί). Καθώς υπάρχουν δικαστήρια τα οποία κρίνουν την προκαταβολή του παραβόλου αντισυνταγματική, αποφάσισε –σε συνεννόηση με τους δικηγόρους της– να μην το προκαταβάλει.
Η έδρα που δίκασε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό δεν ασπαζόταν αυτή την προσέγγιση και απέρριψε την αγωγή, επειδή ακριβώς έλειπε το παράβολο. Η πληρωμή του, λοιπόν, για να δικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό ήταν πια μονόδρομος.
«Για να βρω αυτό το ποσό, έβαλα υποθήκη το σπίτι μου, αυτό που μου άφησε η γιαγιά μου μετά το ατύχημα για να με βοηθήσει. Στην ουσία, αν χάσω την αγωγή, χάνω και το σπίτι μου. Φαίνεται απερίσκεπτη σαν κίνηση και είμαι τρομοκρατημένη. Είναι άλλο ένα πράγμα, άλλη μια κατάσταση στην οποία δεν είχα ως τότε φανταστεί τον εαυτό μου να μπαίνει, όμως προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη.
Το δάνειο δεν έχει εκταμιευτεί ακόμα και εγώ έπρεπε να βρω τα χρήματα μέχρι τις 8 Φλεβάρη 2023. Τα βρήκα δανεικά από έναν άνθρωπο, από μηχανής θεό, και στην ουσία περιμένω την εκταμίευση για να τον ξεχρεώσω…»
Η έφεση τελικά κατατέθηκε στις 8 Φλεβάρη 2023, λίγο πριν γίνει το δυστύχημα στα Τέμπη, αλλά η ημερομηνία εκδίκασής της ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί.
Τα δεδομένα, τα στοιχεία και οι ισχυρισμοί
Η διάβαση
«Η ΤΡΕΝΟΣΕ ισχυρίζεται ότι εκεί που έγινε το ατύχημα δεν υπάρχει κανονική διάβαση. Παρόλα αυτά, έχουν βάλει πλάκες για να περνάνε οι πεζοί. Το θέατρο “Τρένο στο Ρουφ” σου λέει “διάσχισε τις γραμμές για να πιεις το ποτό σου”, έτσι το διαφημίζει στη σελίδα του…
Μετά από τρεις-τέσσερις γραμμές, στο βάθος, υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει ότι απαγορεύεται η διάβαση. Βέβαια, από την απέναντι πλευρά, πάλι πρέπει να περάσεις από τις γραμμές για να ανέβεις στην αποβάθρα…
Αυτοί ισχυρίζονται ότι η κανονική είσοδος σταθμού είναι από την πίσω πλευρά, όμως εκεί τότε γινόταν ανακαίνιση στο κολυμβητήριο, το Σεράφειο, οπότε ήταν εργοτάξιο. Αυτό που θεωρούν “κανονική είσοδο” είναι ένα χωμάτινο δρομάκι που περνάει πίσω από τα γηπεδάκια και βγαίνει στην Πειραιώς. Μέσα στα σκοτάδια, παράλληλα με τις γραμμές δεν υπήρχε περίπτωση να πάω. Όχι γιατί είχα στο μυαλό μου ότι θα γίνει ατύχημα με το τρένο∙ πιο πιθανό θεωρούσα ότι θα με κλέβανε και θα με σφάζανε… Είναι ένα σημείο από το οποίο δεν πας. Ταυτόχρονα, ξαναλέω, ήταν και το εργοτάξιο, που εμπόδιζε την είσοδο και την έξοδο».
Τα ακουστικά
«Η μαρτυρία του μηχανοδηγού λέει ότι κόρναρε πολλή ώρα και ότι εγώ φορούσα ακουστικά και δεν τον άκουσα. Με βάση όμως τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, την κόρνα την πάτησε όταν πάτησε και το φρένο έκτακτης ανάγκης, δηλαδή την ώρα που με χτυπούσε. Δεν φόραγα ακουστικά, όμως αυτοί επιμένουν. Αυτός ο ισχυρισμός είναι πάγια τακτική τους απέναντι σε όσους ανθρώπους έχουν υπάρξει θύματα σε αντίστοιχα ατυχήματα.
Μάλιστα, για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, όταν κατέθεσα επίσημα την αγωγή και εκείνοι έπρεπε να απαντήσουν, παρουσίασαν ξαφνικά –μετά από πέντε χρόνια!– έναν αυτόπτη μάρτυρα, υπάλληλο της εταιρείας, ο οποίος δεν είχε εμφανιστεί εξαρχής. Αυτός ισχυρίζεται ότι με προσέγγισε, είδε ότι φορούσα ακουστικά, μου τα αφαίρεσε από τα αυτιά και με αυτά μου έδεσε τα πόδια!
Η αλήθεια όμως είναι μάλλον άλλη, υποθέτουμε ότι αν τα πόδια μου τελικά ήταν δεμένα, αυτό είχε γίνει με κάποια ζώνη από τους τοξικοεξαρτιμένους που συχνάζουν στο σταθμό, αυτό ακούστηκε τουλάχιστον μεταγενέστερα.
Έτσι κι αλλιώς, αυτό που λέει είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, καθώς δεν αναφέρεται από κανέναν άλλο αυτόπτη μάρτυρα στις καταθέσεις.»
Η ταχύτητα του συρμού
«Η επίσημη απάντησή τους για την ταχύτητα του συρμού είναι ότι το ανώτατο όριο μέσα στην πόλη είναι 40 χλμ/ώρα και ότι το τρένο κινούνταν μέσα σε αυτό το όριο. Ο συρμός όμως πήγαινε για στάση στην αποβάθρα, οπότε τα δεδομένα αυτά δεν ισχύουν. Έπρεπε να έχει κόψει κατά πολύ ταχύτητα. Είναι άλλες οι ταχύτητες που πρέπει να τηρούνται όταν αλλάζει κλειδί ο συρμός και άλλες όταν πλησιάζει στην αποβάθρα, όπως στην περίπτωσή μου».
Η πλαστογραφία με μπλάνκο
«Ανάμεσα στα χαρτιά που κατέθεσαν, καταλάβαμε ότι έχουν καταθέσει επίσημο έγγραφο περασμένο με μπλάνκο, όπου είχαν πλαστογραφήσει την επίσημη ώρα άφιξης! Άλλαξαν την ώρα άφιξης με μπλάνκο! Έχουμε ποινικό δικαστήριο για αυτό, και παραπέμπονται και για κακούργημα (ψευδορκία, ψευδομαρτυρία παραποίηση στοιχείων και παραπλάνηση δικαστηρίου). Ηθικά το νιώθω κάπως σαν νίκη, ή μάλλον όχι ακριβώς∙ αλλά, ρε φίλε, μην με κοροϊδεύεις μες στα μούτρα μου…»
Τα διαγραμμένα αρχεία
«Ζητήσαμε με εισαγγελική παραγγελία περίπου δέκα έγγραφα, ανάμεσα στα οποία και τα αρχεία της επικοινωνίας μεταξύ μηχανοδηγού και σταθμάρχη, και από αυτά μας έδωσαν μόνο δύο έγγραφα. Μας είπαν ότι τα αρχεία επικοινωνίας, όπως και άλλα έγγραφα, τα διέγραψαν μετά από έξι μήνες, παρότι η υπόθεση εκκρεμούσε.
Νιώθω ότι το κράτος είναι αστείο, και όχι με την καλή έννοια, όχι για να μας διασκεδάσει, αλλά ότι όντως ζούμε από τύχη.»
Τα έξοδα και το κόστος της αναπηρίας στην Ελλάδα
Δεν είναι μόνο η αναπηρία, που στην Ελλάδα βιώνεται από μόνη της σαν τιμωρία, δεν είναι μόνο τα εμπόδια, τα οποία μέσα σε ένα πλαίσιο όπως αυτό που ισχύει στο ελληνικό κράτος είναι –όχι μόνο με τη μεταφορική έννοια, αλλά και κυριολεκτικά– απροσπέλαστα. Είναι ακόμα ο σωματικός πόνος, οι μήνες καθήλωσης, οι μήνες εκπαίδευσης για να μάθει κάποιο πρόσωπο να περπατάει με τεχνητά μέλη, είναι η εξαναγκαστική παραίτηση από επαγγελματικά όνειρα, είναι οι πολλαπλοί νέοι αποκλεισμοί. Είναι ο ξεριζωμός ενός κομματιού του εαυτού σου με την πιο σαφή, κυριολεκτική και σπαρακτική έννοια. Είναι τελικά το ότι η ανάγκη να σταθεί κάποια στα πόδια της αποκτάει ακόμα πιο δυναμικό και απόλυτο νόημα.
Ή πιο συγκεκριμένα, με τα λόγια της Ελισάβετ:
«Η αποζημίωση που ζητάω είναι μεγάλη, γιατί περιλαμβάνει ιατρικά έξοδα, ηθική βλάβη, διαφυγόντα κέρδη κτλ. Φυσικά το πόσο που διεκδικεί κανείς με μια αγωγή δεν έχει καμία σχέση, προφανώς, με αυτό που θα πάρει στο τέλος.
Ένα σετ καινούριων ποδιών, από τη μέση της γάμπας και κάτω, κοστίζουν 15.000 ευρώ και η εγγύηση είναι για πέντε έτη. Ανά πέντε χρόνια ο ΕΦΚΑ μου δίνει ένα ποσό (κάτι αντίστοιχο με την αποζημίωση για γυαλιά οράσεως) ύψους 3.800€ για κάθε πόδι. Εγώ είμαι τυχερή, γιατί είναι σαν μου πληρώνει το ένα από τα δύο πόδια. Αν όμως χρειαζόμουν ρομποτικό εξάρτημα, δηλαδή αν μου έλειπαν δυο κλειδώσεις και χρειαζόμουν και γόνατο εκτός από αστράγαλο, θα ξεπερνούσε τα 40-45 χιλιάρικα, αλλά πάλι ο ΕΦΚΑ θα μου έδινε το ίδιο ποσό.
Κάθε χρόνο πρέπει να αλλάζω κάλτσες σιλικόνης, που κοστίζουν 1.080€ το σετ. Αυτές τις καλύπτει ευτυχώς ο ΕΦΚΑ, αλλά δεν μου καλύπτει τις επιγονατίδες, που έχουν δυόμισι κατοστάρικα το ζεύγος. Και όλα αυτά είναι φτιαγμένα από ευαίσθητο υλικό, τόσο ευαίσθητο, που με ένα πιο κοφτερό φύσημα μπορεί να χαλάσει. Όσο και να προσέξεις, μπορεί κάποια στιγμή να χρειαστεί να αλλάξει νωρίτερα. Για παράδειγμα, είχα αλλάξει εσωτερικές κάλτσες, που μου καλύφθηκαν από τον ΕΦΚΑ, όμως λίγο καιρό μετά μου είπε ο τεχνικός μου ότι χρειάζομαι αλλαγή. “Μα τώρα της πήρα, δεν έχω χίλια ευρώ να κάθονται”.
Έχει ανέβει και το κόστος της καθημερινότητας και είναι ακόμα πιο δύσκολο. Δεν μπορείς να έχεις χίλια ευρώ στην άκρη, αλλά πρέπει…»
Ο αποκλεισμός από την εργασία
«Εγώ για τη δουλειά μου είχα επενδύσει πάρα πολλά και πάρα πολύ χρόνο. Ξεκίνησα από τεχνικό λύκειο στα 15, στην ειδικότητα της βοηθού συντήρησης αρχαιοτήτων. Έδωσα πανελλήνιες, πέρασα και από ένα σημείο και μετά δούλευα και σπούδαζα παράλληλα. Για εμένα ήταν η ζωή μου αυτή η δουλειά. Όταν χτύπησα, στα 32 μου χρόνια, έκανα μεταπτυχιακό στην Καλαμάτα και είχα ήδη αφιερώσει πολλά χρόνια στο αντικείμενο. Όταν ήμουν σε ανασκαφή, ήταν το μέρος όπου ήθελα να είμαι. Ήμουν πολύ αφιερωμένη, πολύ προσηλωμένη. Είχα επενδύσει 15 χρόνια από τη ζωή μου και όταν συνειδητοποίησα ότι πρέπει να το αφήσω πίσω μου… Τα δυο-τρία πρώτα χρόνια της ψυχοθεραπείας ήταν για να αποδεχτώ ότι δεν πειράζει να αφήνουμε όνειρα πίσω, όσο χρόνο και αν έχουμε επενδύσει∙ τρία χρόνια πέρασαν για να μπορέσω να το δεχτώ. Έχω ακόμα αναλαμπές, το σκέφτομαι με λαχτάρα, ζηλεύω, αλλά πλέον το βλέπω με θετική νοσταλγία. Δεν είναι όμως ότι δεν με πόνεσε.»
Η ζωή τώρα, αντί επιλόγου…
«Ζω κατά βάση με τη σύνταξη αναπηρίας, που είναι 350€, γιατί μου βγάλανε 75% αναπηρία. Αν μου βγάζανε 80%, θα έπαιρνα 500€…
Τώρα η βασική μου δραστηριότητα είναι η τέχνη, ερασιτεχνικά: κόσμημα, ζωγραφική και θέατρο. Είναι κάπως ειρωνικό, γιατί όταν ήμουν μικρή σκεφτόμουν: “Πώς θα γίνει στη ζωή μου να ασχολούμαι μόνο με την τέχνη;” Θεωρούσα ονειρεμένο να μπορώ να ασχολούμαι μόνο με αυτό…»
Ήταν κάπου το 2015 όταν, ως κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού τότε, πηγαίνοντας από την Δ’ πτέρυγα στο αρχιφυλακείο (δεν θυμάμαι για ποιον λόγο∙ κάποια αίτηση για επισκεπτήριο θα πήγαινα να ρίξω), έγινα μάρτυρας μιας σκηνής που μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Μια κουστωδία σωφρονιστικών υπαλλήλων προχωρούσαν προς το ιατρείο των φυλακών, το οποίο βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής μου. Στο κέντρο του κλοιού που είχαν σχηματίσει βρισκόταν μια μελαχρινή γυναίκα, γεγονός σχεδόν συνταρακτικό για ανδρικές φυλακές.
Η πληροφορία διαδόθηκε αμέσως στον κύριο πληθυσμό και το μυστήριο εξιχνιάστηκε με την ίδια αστραπιαία ταχύτητα. Επρόκειτο για κάποια τρανς κρατούμενη που είχε μεταχθεί προσωρινά για δικαστικούς λόγους και την τοποθέτησαν στα πειθαρχεία της Ε’ πτέρυγας.
Ήταν μια εικόνα εξωτική στο πρώτο βλέμμα, όσο και σοκαριστική με μια δεύτερη ματιά. Πώς είναι, άραγε, να είσαι τρανς κρατούμενη σε ανδρικές φυλακές; Υπάρχουν άλλες; Πώς είναι η ζωή τους στη φυλακή;
Οι απαντήσεις μού δόθηκαν σύντομα, μετά από μικρή έρευνα που έκανα ρωτώντας μερικούς πιο παλιούς κρατούμενους. Τα «τραβέλια» είναι στην Κέρκυρα, στην Κ’, την πτέρυγα που κάποτε ήταν η πτέρυγα των θανατοποινιτών, και όταν έρχονται για δικαστήριο τούς (sic) πηγαίνουν είτε στην «προστασία» (aka πειθαρχεία) είτε στην ΣΤ’. Ο λόγος που τονιζόταν η πτέρυγα ως πρώην θανατοποινιτών ήταν για να καταδειχθεί η παρακμή της, από χώρο απόλυτης αρρενωπότητας σε χώρο εθελούσιας θηλυκότητας, το κατώτατο όριο του αυτοεξευτελισμού. Ωστόσο, ως απλή πληροφορία δεν έπαυε να είναι χρήσιμη, καθώς μου έγινε γνωστό ότι οι τοίχοι αυτής της πτέρυγας και των κελιών της έχουν ποτιστεί με ακόμα μεγαλύτερη αδικία, καταπίεση, πόνο, αγωνία και περιθωριοποίηση.
Το νέο κεφάλαιο στις ελληνικές φυλακές
Τα χρόνια πέρασαν, βγήκα από τη φυλακή, για ένα διάστημα παρίστανα τον φριλάνσερ γραφιά στο vice, αλλά οι απορίες μου για τη ζωή των τρανς κρατούμενων γυναικών ακόμα δεν είχαν λυθεί. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος και αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματά μου, πήρα για λογαριασμό του μέσου, κάπου το 2018, συνέντευξη από τη Σάσα και τη Μαρίνα, οι οποίες μου είχαν διηγηθεί τις σχετικές εμπειρίες τους.
Το θέμα, φυσικά, έχει πολλές πτυχές και οι ιστορίες της κάθε κρατούμενης είναι τόσο μοναδικές, που δεν θα ήταν κακή ιδέα μια καινούρια συνέντευξη με δύο φρεσκοαποφυλακισμένες τρανς. Μια τέτοια κουβέντα δεν θα ήταν μια βαρετή επανάληψη, ακόμα και αν δεν είχε προκύψει κάποιος ειδικός λόγος αντί αφορμής, όπως το νέο κεφάλαιο που άνοιξε για τις ελληνικές φυλακές στις 10 Δεκεμβρίου του 2021, με την ίδρυση ειδικής πτέρυγας για τρανς κρατούμενες στις γυναικείες φυλακές.
Το αρχικό πλάνο ήταν να συναντηθώ σε ένα καφέ κοντά στον σταθμό της Βικτώριας με την Έλενα, η οποία αποφυλακίστηκε πρόσφατα και που στον μικρό της αγώνα οφείλεται το άνοιγμα αυτού του σημαντικού κεφαλαίου. Λίγο πριν τη συνάντησή μας, με πήρε τηλέφωνο για να με ενημερώσει ότι μαζί της θα είναι και η Αγάπη, η φίλη της, που είχε επίσης αποφυλακιστεί πριν λίγες ημέρες από την ίδια πτέρυγα. Έπειτα από λίγο συνάντησα και τις δύο για καφέ, μπίρα και ψιλή κουβέντα…
Η ιστορία της Έλενας
«Τον Αύγουστο του 2021 πέθανε στο σπίτι μου ο πρώην φίλος μου, με τον οποίον είχαμε χωρίσει. Κάλεσα το ασθενοφόρο, το ασθενοφόρο δεν ήρθε, μετά από τρεις ώρες ήρθαν οι γονείς του και το έριξαν πάνω μου».
Κατηγορήθηκε ως υπαίτια του θανάτου και αποφασίστηκε η προφυλάκισή της. Όμως ο εισαγγελέας εκτέλεσης ποινών (διαφορετικό πρόσωπο από τον εισαγγελέα της υπόθεσης, που είχε διατάξει την προφυλάκιση της) δεν είχε ενημερωθεί για την περίπτωσή της και, αφού είδε αντρικό όνομα, την έστειλε στις ανδρικές φυλακές Τρικάλων.
Εκεί δεν είχε πολλές επαφές με άλλους κρατούμενους, γιατί τοποθετήθηκε σε ειδικό χώρο προστασίας, ξεχωριστό από τον γενικό πληθυσμό.
«Ήμουν μόνη μου μαζί με έναν ακόμα κύριο, γίναμε και φίλοι∙ γνώρισα και την οικογένειά του. Κάποιοι κρατούμενοι, όταν με είδαν, μπερδεύτηκαν και νόμισαν ότι έγιναν μικτές οι φυλακές…
«Η σωφρονιστική υπηρεσία μού συμπεριφέρθηκε άψογα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήθελα να είμαι σε αντρικές φυλακές και έκανα αιτήσεις με τη στήριξη των δικηγόρων μου και του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών, αναφέροντας ότι δεν μπορώ να ενταχτώ σε αντρικό τμήμα φυλακών. Και κάποια στιγμή τα κατάφερα. Με φώναξε ο διευθυντής και μου είπε: “Έλενα, άνοιξες ένα καινούριο κεφάλαιο με αυτό που έκανες. Ετοιμάζουν χώρο στις γυναικείες φυλακές”.
«Εγώ δεν καταλάβαινα τι ακριβώς κάνω, το έκανα από αντίδραση, αλλά το αποτέλεσμα ήταν κάτι θετικό για την κοινότητά μας.
«Πράγματι, στις 10 Δεκέμβρη του 2021 με έφεραν στον Κορυδαλλό. Βλέπω 4-5 κελιά άδεια, καινούρια, ανακαινισμένα, ατομικά! Με πλακάκια καινούρια, με πάσο στο μπάνιο∙ μπήκα μέσα και δεν το είχε χρησιμοποιήσει κανένας, πολύ ωραίο!
«Στην αρχή ήμουν δεκατρείς μέρες μόνη μου. Μετά από τις δεκατρείς μέρες, ήρθαν η Αγάπη και τα κορίτσια από την Κέρκυρα, που ήμασταν φίλες, και τις πρώτες μέρες ρίξαμε πολύ γέλιο. Μαζί τους ήρθε και ένας γκέι Βούλγαρος, που είναι δέκα χρόνια μέσα και που τον είχαν διώξει από όλες τις φυλακές, γιατί έκλεβε τους κρατούμενους. Δεν ήξερε καν τι σημαίνει τρανς. Υπέγραψε απλώς το χαρτί που υπογράψαμε εμείς, ότι δεν αποδεχόμαστε την αντρική ταυτότητα φύλου, έβαλε και μια φούστα και ήρθε.
«Αυτό όμως δεν ήταν αποδεκτό από εμάς. Φτιάξαμε κάτι αποκλειστικά για τρανς γυναίκες. Εννοώ ότι είχαμε πρόβλημα με τον συγκεκριμένο, που μας έκλεβε και γινόταν επιθετικός, αλλά επίσης δεν θέλαμε να γίνει τόσο απλό να κουβαληθεί σε αυτόν τον χώρο κάθε κρατούμενος, απλώς υπογράφοντας ένα χαρτί. Εμείς το βλέπαμε μακροπρόθεσμα. Δεν λέω πως θα λέγαμε όχι σε ένα γκέι αγόρι αν είχε προβλήματα, αλλά δεν μπορεί να μπαίνει ο καθένας.
«Με τον γενικό γυναικείο πληθυσμό βρισκόμασταν σε εκδηλώσεις και γιορτές. Ήξεραν ότι είμαστε τρανς και μια χαρά μάς φερόντουσαν. Δεν είχαμε και κάτι να χωρίσουμε, μεταξύ τους πιο πολλά είχανε∙ γιατί να τσακωθούμε; Για το τι κραγιόν να βάλουμε;»
Η Έλενα έμεινε στη φυλακή μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου του 2022. Καταδικάστηκε για ένα μικρό κομμάτι των συνολικών κατηγοριών σε πρώτο βαθμό και αποφυλακίστηκε με αναστολή μέχρι το εφετείο. Προσδοκεί τη δικαίωση, που θα έρθει με την πλήρη αθώωσή της στον δεύτερο βαθμό εκδίκασης, και επισημαίνει ότι, παρά την καταδικαστική απόφαση, το δικαστήριο της φέρθηκε με σεβασμό.
Η ιστορία της Αγάπης
Η Αγάπη μπήκε πρώτη φορά φυλακή το 2013. «Είχα τσακωθεί με έναν πελάτη μου, έπεσα από τις σκάλες, λιποθύμησα και, μέχρι να συνέλθω, αυτός βρήκε την ευκαιρία, πήγε στο Τμήμα και μου έκανε καταγγελία ότι πήγα να τον ληστέψω». Κατηγορήθηκε για απόπειρα ληστείας, σύσταση και συμμορία. «Εγώ ήμουν λιπόθυμη, δεν ήξερα. Με συνέλαβαν∙ μετά του έκανα και εγώ μήνυση, τον συνέλαβαν και αυτόν. Ο εισαγγελέας δεν με άφησε να μιλήσω καν∙ αυτός εφοριακός, εγώ το τραβεστί…»
Καταδικάστηκε σε έξι χρόνια κάθειρξης και μετά από δύο χρόνια, στα μέσα του 2015, αποφυλακίστηκε με αναστολή και με τον περιοριστικό όρο της παρουσίας στο τμήμα δύο φορές τον μήνα. Δεν έδωσε το τελευταίο «παρών», γιατί από λάθος της πίστευε ότι η περίοδος αναστολής είχε λήξει ένα μήνα νωρίτερα. Θεωρήθηκε ότι παραβίασε τους περιοριστικούς όρους και, όταν το 2020 εντοπίστηκε σε τυχαίο έλεγχο, επέστρεψε στη φυλακή για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής της, δηλαδή άλλους 20 μήνες.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης κράτησής της, την πέτυχε και η ίδρυση της καινούριας πτέρυγας, οπότε η εμπειρία της περιλαμβάνει την παλέτα ολόκληρης της τελευταίας δεκαετίας, της οποίας τα ζοφερότερα χρώματα ξεκινάνε από τα κρατητήρια μετά τη σύλληψη:
«Ήταν δύσκολο γιατί, όταν πήγα στα κρατητήρια, με βάλανε στην Ομόνοια με 40 άντρες και άρχισα να φωνάζω, επειδή με πείραζαν. Μου έδωσαν χάπια και ήμουν σε καταστολή, αλλά καταλάβαινα τι γινόταν. Μπήκε ο διοικητής μέσα, με έβαλε στη μέση και μου κατέβασε τα παντελόνια μπροστά σε 40 κρατούμενους για να δει αν είμαι χειρουργημένη. Εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ από τα φάρμακα, αλλά καταλάβαινα τι γινόταν. Εκείνος γελούσε και έλεγε: “Α, ρε πούστη μου, πού πάει ο Θεός και τα δίνει!”
«Μετά με πήγαν στην Κέρκυρα στην Κ’ πτέρυγα, στην «προστασία», όπου ήμασταν με άλλες τρανς και ήταν καλύτερα. Αλλά πάλι ήμασταν σε αντρική φυλακή… Για να πάω σε σημεία εκτός πτέρυγας, έπρεπε να με βλέπουν όλοι οι κρατούμενοι από τα παράθυρα και να τους ακούω να μου φωνάζουν: “Βγάλε τα βυζιά σου έξω!”, “Έχει πούτσα;”, “Τον έχεις κόψει;” και τέτοια».
Η αλήθεια είναι ότι, όση ώρα καθόμασταν στο καφέ και μιλούσαμε, η Αγάπη δεν μου θύμισε κάποια. Ήταν αρκετά πια τα χρόνια πίσω, και η συνάντησή μας τότε είχε κράτησε μια μονάχα στιγμή. Η ανάμνηση ήρθε σαν αναλαμπή μόλις ολοκλήρωσε την αφήγησή της, περιγράφοντάς μου τις αναμνήσεις της από τη μεταγωγή της στις ανδρικές φυλακές Κορυδαλλού…
«Το χειρότερο, όμως, ήταν όταν με φέρανε Κορυδαλλό για να δικαστώ. Εκεί ήμουν στα πειθαρχεία της Ε’ πτέρυγας, με άντρες, μαζί με κάποιους που ήταν εκεί επειδή κινδύνευαν από άλλους κρατούμενους. Ήταν αγχωτικό∙ έπρεπε να φοράω φαρδιά ρούχα για να μην φαίνεται το στήθος μου και να είμαι προσεκτική. Φοβόμουν για το τι μπορεί να μου κάνουν το βράδυ, μήπως μου επιτεθούν. Ήταν τρομακτικό.
«Για να με βγάλουν και να με πάνε στον γιατρό, έκλειναν τις πόρτες από τις πτέρυγες και ήμουν εγώ στη μέση και γύρω-γύρω σωφρονιστικοί υπάλληλοι!»
Περίεργες συμπτώσεις που συμβαίνουν καμιά φορά στη ζωή…
Σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς προτιμώ τις εξωτερικές θέσεις, εκείνες στον διάδρομο, για να αποθαρρύνω κάποιον να καθίσει δίπλα μου. Αδιαφορώ για το αν θα κοιτάζω έξω. Για να περάσει η ώρα, αν χρειαστεί, σκρολάρω στο κινητό μου ή απαντάω στα αδιάβαστα μηνύματα, που συσσωρεύονται στις ειδοποιήσεις μου με τη σφοδρότητα της πρωταρχικής φάσης του κεφαλαίου. Κάποιοι επιβάτες όμως φαίνεται πως προτιμάνε τόσο πολύ το παράθυρο, που επιμένουν να κάθονται δίπλα μου, ακόμα και αν στο τρόλεϊ υπάρχουν κενές θέσεις.
Οι ώμοι μας ακουμπάνε μεταξύ τους. Ταράσσονται, λες, τα σωθικά του με τον τρόπο που βήχει, σαν να θέλει να ξεριζώσει την ψυχή του. Τα φλέματά του ξεσηκώνουν τα μέσα του σαν τα καζάνια της κόλασης. Βήχας φλεματικός∙ μα εκείνος, φλεγματικός, δεν βάζει ούτε το χέρι του μπροστά στο στόμα. Ζέχνει την τσίκνα του ταγκισμένου ποτού, σαν συνοικιακή κάβα που ανοίγει το πρωί. Τη μαύρη, τσόχινη καμπαρντίνα του κοσμούν τρίχες άσπρες, ανακατεμένες με τις ίδιου χρώματος χοντρές νιφάδες από νεκρά κύτταρα του δέρματός του, πεσμένες από μια κεφαλή στην οποία ο χρόνος και οι προφανείς κακουχίες φέρθηκαν –ως προς την πυκνότητά της– με πρωτοφανή γενναιοδωρία.
Κυκλοφόρησε στα τρόλεϊ της Αθήνας με το καλύτερο άουτφιτ από το red n’ noir:
Ο συνεπιβάτης μου βογκάει, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτό δυο χείλη που προβάλλουν πίσω από τα αρκετά περιποιημένα (σε σχέση με την υπόλοιπη παρουσίασή του) μούσια του. Κάνει με το στόμα εκείνη την κίνηση που προδίδει την ύπαρξη μασέλας. Βγάζει από την τσέπη του κέρματα και τα αραδιάζει πάνω στην ντυμένη με χοντρό μάλλινο γάντι παλάμη του. Με αυτό τον τρόπο έχει πλήρη εικόνα του μπάτζετ του. Ανάμεσα στα τρία-τέσσερα χαλύβδινα νομίσματα με επικάλυψη χαλκού, ξεχωρίζουν και τρία από σκανδιναβικό χρυσό: δυο πενηντάλεπτα κι ένα εικοσάλεπτο. Όλα μαζί δεν βγάζουν ούτε ενάμισι ευρώ. Δεν τα κοιτάζει με τρόπο που να προδίδει απογοήτευση, αλλά που αποκαλύπτει ψύχραιμο υπολογισμό.
Δεν έχει πια σημασία σε ποια στάση θα κατέβει∙ ελάχιστη απόσταση του απομένει να διανύσει μέχρι να φτάσει στην αγαπημένη του γωνιά της ημέρας: την καταπραϋντική επίδραση μιας μπουκάλας με πάμφθηνο τσίπουρο.
Στο τρόλεϊ είναι η φάση
Το μετρό είναι βαρετό. Στο τρόλεϊ είναι η φάση. Εκεί όπου συναντιούνται όλες οι διαβαθμίσεις της κοινωνικής τάξης μου, συμπυκνώνοντας τις αντιφάσεις της και αντανακλώντας την πραγματικότητά της. Εκεί όπου όλοι προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αγγίζοντας όσο λιγότερο γίνεται τον διπλανό τους.
Τα τρόλεϊ διέρχονται με παστωμένος ανθρώπους και, όταν κάνουν στάση, οι υποψήφιοι επιβάτες πασχίζουν να στριμωχτούν, προσπάθεια καθοριστική για τη δυνατότητα να κλείσουν οι πόρτες. Τότε διαμαρτύρονται προς τον κόσμο αόριστα –ότι τάχα δεν πηγαίνουν ένα βήμα πιο μέσα– και γεμάτοι ιερή αγανάκτηση καυτηριάζουν την αναισθησία της σύγχρονης κοινωνίας και τους ξένους που «δεν τα κάνουν αυτά στη χώρα τους». Αφού τελικά καταφέρουν να στριμωχτούν, επιπλήττουν με το ίδιο ύφος τους υποψήφιους επιβάτες της επόμενης στάσης, ότι δεν χωράνε και ότι καλά θα κάνουν να πάρουν το επόμενο λεωφορείο, αντί να κοιτάζουν το ατομικό τους συμφέρον –«Παναγία μου», ξεφυσάνε, «πώς γίναμε έτσι!» Δεν νιώθουν την ανάγκη να τηρήσουν κάποιου είδους πρόσχημα για αυτή τη δημόσια μεταστροφή τους∙ απολαμβάνουν να αναπαράγουν τα ήθη του κυρίαρχου πολιτικού λόγου.
Είναι και αυτό το ξεφωνητό, στο οποίο υποβάλλονται από εκείνο το δαιμονισμένο –αν και άψυχο– ακυρωτικό μηχάνημα μερικοί λιγότερο έμπειροι λαθρεπιβάτες, που πιστεύουν πως η ηθική τους ανωτερότητα είναι απλώς ζήτημα τήρησης των τύπων. Πως μια τελετουργική κίνηση του χεριού και το αντίστοιχο ύφος είναι αρκετά για να τους προσδοθεί το κύρος του άμεμπτου. Ακούγεται τότε η φωνή, κάτι ανάμεσα στον Μεγάλο Αδελφό και τη φωνή της συνείδησής τους, που ενημερώνει όλους τους συνεπιβάτες πως ο χρόνος του εισιτηρίου έχει λήξει∙ και έτσι, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, αιωρείται ένα νοητό όσο και τεράστιο κόκκινο «Χ» πάνω από τα κεφάλια τους.
Παραμαρξιστικά παράδοξα
Οι μικρές, καθημερινές νευρώσεις μου σπάνια μου πέφτουν ανυπόφορες∙ πιο συχνά μοιάζουν χαριτωμένες σαν αλυσίδες κατεργάρη. Στο τρόλεϊ όμως βρίσκουν το έδαφος να ανθίσουν σαν μικρές ακροπόλεις σε ξερονήσια. Όταν πλησιάζει η στάση που πρέπει να κατέβω, δεν ξέρω ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να ενοχλήσω όποιον στέκεται μπροστά μου στην πόρτα. Άραγε η κυρία θα κατέβει στην ίδια στάση μ’ εμένα και γι’ αυτό στέκεται εκεί; Μήπως έχει ξεχαστεί; Ή μήπως απλώς δεν έχει λόγο να μετακινηθεί, καθώς έχει βολευτεί; Άραγε σε ποιο ακριβώς σημείο θα πρέπει να ρωτήσω: «Συγγνώμη, θα κατεβείτε εδώ;» Ένας μικρός πανικός με καταλαμβάνει από την προηγούμενη κιόλας στάση. Δεν θα ήθελα να γίνω φορτικός, αλλά και το να μείνω εγκλωβισμένος στην κοιλιά αυτού του κτήνους είναι ένα σενάριο που θεωρώ πως δεν θα πρέπει να μην αποφεύγω.
Αυτό το κτήνος, που καταπίνει και αποβάλλει ακανόνιστα ανθρώπους από τις τρεις κοιλότητές του, κάποιος το διευθύνει. Υπάρχει κάποιος στην κεφαλή του, ο οποίος δεν βρίσκεται εκεί για να πάει στη δουλειά του αλλά, ως κάποιο είδος παραμαρξιστικού παράδοξου, αυτή είναι η δουλειά του. Υπάρχει κάποιος ήρωας των παιδικών μου χρόνων, ο οποίος μετακινεί τους φορείς χιλιάδων ιστοριών που ακούσια διασταυρώνονται στον χώρο εργασίας του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν στη λίστα των φεϊσμπουκικών επαφών μου. Τον αντιλήφθηκα όταν πόσταρε τη φράση «Τέλος βάρδιας», συνοδευόμενη από τη φωτογραφία ενός τρόλεϊ που αράζει. Του έστειλα αμέσως στο ίνμποξ τις απορίες που έχω συσσωρεύσει από παιδί, ως χρήστης των υπηρεσιών μαζικής μεταφοράς, και πρόθυμα μου τις απάντησε!
Σε πόσες και σε ποιες γραμμές έχεις δουλέψει;
Σε οκτώ γραμμές∙ έντεκα, αν συνυπολογίσεις τις διπλές και τριπλές. Διπλές είναι κάποιες γραμμές που στην ίδια βάρδια κάνεις μία τη μια και μία την άλλη, καθώς είναι πανομοιότυπες. Έχω κάνει τις: 1, 2-4 , 12 , 15 , 18-19-19Β , 21 , 24 και 25. Εκτάκτως υπάρχει περίπτωση να σε στείλουν και αλλού.
Πόσα χρόνια κάνεις αυτή τη δουλειά;
Δύο χρόνια, είμαι από τις πιο φρέσκες φουρνιές που προσλήφθηκαν με την τελευταία προκήρυξη του ΑΣΕΠ. Αλλά και πριν, παρόμοιες δουλειές έκανα∙ ήμουν δάσκαλος οδήγησης, έχω δουλέψει και σε σχολικά λεωφορεία. Κυρίως έχω εργαστεί ως οδηγός.
Ποια είναι η αγαπημένη σου γραμμή; Υπάρχουν γραμμές προνομιακές και γραμμές πιο δύσκολες; Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η γραμμή στην οποία θα τοποθετηθεί κάποιος;
Δεν έχω κάποια αγαπημένη. Μου αρέσει η εναλλαγή. Συνήθως δείχνω μια προτίμηση σε όσες δεν περνάνε από το κέντρο, τις πιο μακρινές, όπως η 25 (Αγ. Αντώνιος – Καματερό), που είναι πιο ήσυχες. Αντίθετα, δεν μου αρέσει πολύ η 21 (Νίκαια – Ομόνοια), με ψυχοπλακώνει.
Ο χαρακτηρισμός «προνομιακές» και «δύσκολες» είναι καθαρά υποκειμενικός. Το πού μένει ο κάθε οδηγός, πού πιάνει βάρδια και τι ώρα, πού σχολάει η γραμμή και άλλοι προσωπικοί παράγοντες του καθενός ορίζουν αν μια γραμμή θα θεωρηθεί «καλή» ή «δύσκολη» .
Θεωρητικά, κάθε οδηγός κάνει όλες τις γραμμές που ανήκουν στο αμαξοστάσιο στο οποίο εργάζεται. Οπότε όλοι πάνε σχεδόν παντού, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας. Βέβαια εννοείται ότι, όσο πιο παλιός είναι κανείς ή αν έχει λίγο τα «κονέ» ή αν έχει κάποιον σοβαρό λόγο, πηγαίνει περισσότερο ή και μόνιμα στη γραμμή που θέλει και που τον εξυπηρετεί. Υπάρχει και η δυνατότητα να αλλάζουμε τις βάρδιες μεταξύ μας οι οδηγοί, αν θέλουμε, δηλώνοντάς το στην υπηρεσία.
Υπάρχουν διαφορές στη συμπεριφορά των επιβατών από γραμμή σε γραμμή και από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες να γίνονται αντιληπτές από τον οδηγό;
Ναι. Υπάρχουν περιοχές όπου οι επιβάτες σού λένε «καλημέρα», «ευχαριστώ», είναι ευγενικοί και τυπικοί, και περιοχές όπου γίνονται φασαρίες, τσαμπουκάδες, μιλάνε με περισσότερη αγένεια, δεν τηρούν τους βασικούς κανονισμούς κτλ. Δεν είναι απόλυτος κανόνας, ωστόσο. Παντού υπάρχουν και ευγενικοί και αγενείς επιβάτες.
Υπάρχουν όμως διαφορές οι οποίες φαίνονται και σε άλλους τομείς της καθημερινότητας, ανάλογα με την με την ώρα της ημέρας. Το πρωί μεταφέρεις κυρίως κόσμο που πηγαίνει στη δουλειά του, οπότε η γκρίνια και τα παράπονα είναι περισσότερα. Έχεις αγχωμένους επιβάτες που δεν θέλουν να αργήσουν, μεταφέρεις δηλαδή το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής δύναμης του λεκανοπεδίου.
Το απόγευμα ναι μεν έχεις πιο χαλαρούς επιβάτες από άποψη χρόνου, αλλά έχεις άλλη «ποιότητα» επιβατών: νεότερους σε ηλικία, μεγάλες σε αριθμό παρέες, με όρεξη να πειράξουν τον κόσμο και να δημιουργήσουν προβλήματα. Δεν βιάζονται τόσο, αλλά είναι πιθανότερο να δεις πιο παραβατικές συμπεριφορές, ειδικά προς τα δυτικά προάστια.
Πώς επηρεάζουν αυτές οι συμπεριφορές τη δουλειά του οδηγού;
Εξαρτάται από τη σοβαρότητα του κάθε περιστατικού. Ο οδηγός βρίσκεται μονίμως στο δίλημμα αν θα πρέπει να κάνει τα τυπικά, να παρέμβει, με κίνδυνο πολλές φορές για τη δική του σωματική αλλά και ψυχική υγεία. Να έρθει σε αντιπαράθεση ή να κάνει τα στραβά μάτια για να τελειώσει ήσυχα μια ακόμα βάρδια.
Επίσης πολλές φορές κινδυνεύει να βρεθεί εκτεθειμένος, αν συμβεί πχ. ένα ατύχημα, το οποίο θα είχε αποφευχθεί αν ο οδηγός είχε γίνει ο «κακός».
Τι γίνεται αν πάρεις λάθος διαδρομή;
Αναλόγως το λάθος. Αν είναι εφικτό, το διορθώνεις γυρίζοντας ή ξαναμπαίνεις μέσω παράκαμψης στο δρομολόγιό σου. Αν όμως πας κάπου όπου δεν χωράει να περάσει λεωφορείο και σφηνώσεις, την έβαψες. Σε κάθε περίπτωση επικοινωνείς με τον προϊστάμενο για να σε κατευθύνει, ώστε να μην πάρεις κάποια πρωτοβουλία που θα δημιουργήσει πρόβλημα.
Πόσες «πρόβες» χρειάζονται για να μάθεις μια διαδρομή; Τι γίνεται αν σε τοποθετήσουν εκτάκτως σε μια διαδρομή που δεν την ξέρεις;
Στην εκπαίδευση των νεοπροσληφθέντων, η οποία διαρκεί μια-δυο εβδομάδες για τα λεωφορεία και λίγο περισσότερο από μήνα για τα τρόλεϊ (λόγω των ιδιαιτεροτήτων και λόγω του ότι βγάζουμε έξτρα δίπλωμα ηλεκτροδηγού), μαθαίνεις όλες τις γραμμές… Συνήθως αρκούν δυο φορές για την καθεμία, ανάλογα και τον άνθρωπο. Εγώ χρειάζομαι περισσότερες.
Όταν σε βάζουν εκτάκτως σε μια γραμμή που δεν ξέρεις, πηγαίνεις την προηγούμενη ημέρα ως επιβάτης και την βλέπεις, αν θέλεις να είσαι σίγουρος. Μπορείς όμως, αν το ‘χεις λίγο παραπάνω με τους δρόμους, να αρκεστείς στις προφορικές πληροφορίες από συναδέλφους και να το δοκιμάσεις έτσι. Στα τρόλεϊ υπάρχει μια έξτρα βοήθεια λόγω της ύπαρξης δικτύου, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος σε κατευθύνει, αλλά κι εκεί πρέπει πρώτα να μάθεις κάποια βασικά σημεία, τις διακλαδώσεις (τα λεγόμενα «ψαλίδια») και τις ιδιαιτερότητες κάθε γραμμής.
Περιμένεις να πάρεις κάποιον που τρέχει στη στάση να προλάβει ή φεύγεις για να να σχολάσεις στην ώρα σου;
Δεν έχει να κάνει με το σχόλασμα. Προσπαθώ να περιμένω, όσο μπορώ, και ξανανοίγω την πόρτα αν χρειαστεί, γιατί θα μπορούσε να ήταν στη θέση του ο πατέρας μου, η γιαγιά μου κτλ. Μπορεί να βιάζεται για κάτι σημαντικό. Όμως όταν ο επιβάτης έρχεται μετά το κλείσιμο της πόρτας, στο 90% των περιπτώσεων ο οδηγός δεν μπορεί να τον δει καν.
Η διαδικασία είναι η εξής: Ανοίγεις πόρτες, βγαίνουν όσοι είναι να βγουν, μπαίνουν όσοι είναι να μπουν, μετά υπάρχει μια παύση στην κινητικότητα, τσεκάρεις αν τρέχει κανείς να προλάβει, κλείνεις πόρτες. Μετά γυρίζεις το κεφάλι σου αριστερά, με αναμμένο αριστερό φλας, ελέγχεις την κίνηση και προσπαθείς να ξαναμπείς στην κυκλοφορία. Παύεις να έχεις οπτική επαφή με τη στάση, που είναι στα δεξιά σου. Οπότε πλέον δεν βλέπεις ούτε αν κάποιος τρέχει, ούτε αν κουνάει χέρια. Εκείνος, βέβαια, νομίζει ότι τον παράτησες.
Μην σκρολάρεις ασύστολα στο τρόλει! Διάβασε λίγο τρου κράιμ βιβλία από τις εκδόσεις red n’ noir:
Αν βέβαια έχεις διανύσει κάποια μέτρα, απαγορεύεται να ανοίξεις, γιατί είσαι εκτός στάσης∙ αν γίνει ατύχημα θα βρεις τον μπελά σου.
Έχει τύχει όμως να μην πάρω κόσμο από στάση γιατί κανένας δεν σήκωσε χέρι για να σταματήσω. Περνώντας άκουσα κάτι «γαλλικά»∙ αλλά, ρε φίλε, αν δεν σηκώσεις καν το χέρι σου, τι να κάνω; Να μυρίσω τα νύχια μου;
Διαβάζω συχνά αναρτήσεις επιβατών σε σελίδες του facebook για οδηγούς που δεν σταματάνε στις στάσεις. Είμαι πεπεισμένος πως στο 90% των περιπτώσεων τη μαλακία την έχει κάνει ο επιβάτης. Ή περιμένει σε λάθος στάση, ή δεν ήταν εκεί στην ώρα του και δεν πρόλαβε, ή δεν σήκωσε το χέρι του, θεωρώντας αυτονόητο ότι ο οδηγός θα σταματήσει, ή έκανε νόημα σε λάθος λεωφορείο (μου σηκώνουν χέρι ακόμα κι αν η πινακίδα γραφεί «ΒΛΑΒΗ»). ΟΚ, υπάρχουν και οι μαλάκες οδηγοί, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Αλλά αυτή η κατάσταση που περιγράφουν οι επιβάτες στα σόσιαλ δεν είναι η πραγματικότητα.
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της δουλειάς σου;
Τα θετικά της δουλειάς είναι ότι -ακόμα- είναι δημόσια υπηρεσία, δηλαδή έχεις μονιμότητα κι έναν σταθερό μισθό στην ώρα του.
Επίσης δεν έχεις τα αρνητικά που παίζουν στον ιδιωτικό τομέα, δηλ. την καταπάτηση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι σε γενικές γραμμές όλα νόμιμα. Παίρνεις όσες άδειες δικαιούσαι, παίρνεις τα ρεπό σου κανονικά, τηρείται το ωράριο, δουλεύεις 8ωρο και τυχόν παραπάνω ώρες τις πληρώνεσαι υπερωρία. Έχεις τα ένσημά σου, βαρέα. Αν αρρωστήσεις, δεν έγινε και κάτι∙ ένα χαρτί από γιατρό και όλα καλά. Αν αντιμετωπίσεις σοβαρό πρόβλημα υγείας και δεν μπορείς να οδηγήσεις, δεν σε πετάνε σαν την τρίχα από το ζυμάρι, αλλά σε αλλάζουν προσωρινά πόστο.
Στα θετικά βάζω κι ότι εγώ, που μου αρέσει η οδήγηση, με λίγη μουσικούλα κι έναν καφέ κι αν όλα κυλάνε ομαλά, είμαι σε πολύ καλύτερη θέση από κάποιον που κάνει μια χειρωνακτική εργασία.
Στα αρνητικά θα έβαζα πρώτα απ’ όλα τα λεφτά. Είναι πάρα πολύ λίγα. Οι περισσότεροι οδηγοί είτε δουλεύουν και στα ρεπό τους για έξτρα μεροκάματα είτε κάνουν δεύτερη δουλειά.
Επίσης είναι πολύ ψυχοφθόρα δουλειά, έχει ένα ύπουλο άγχος που σε τρώει σταδιακά, έχει πίεση, νεύρα. Αυτά σιγά σιγά σε φθείρουν. Ακούς καθημερινά τόσα πολλά από επιβάτες, και όλα αυτά συσσωρεύονται. Η κίνηση, οι κόρνες και τα σχετικά, για πολλές ώρες κάθε μέρα, σε γερνάνε πριν την ώρα σου, νομίζω.
Αρνητικά έως βάρβαρα είναι και τα ωράρια. Πολλές φορές την εβδομάδα ξυπνάμε πριν καν οι άλλοι κοιμηθούν, δηλαδή 2:45, 03:00, 03:15 τη νύχτα. Πολλοί θα απορήσουν, μα δεν κυκλοφορούν τρόλεϊ τη νύχτα… Ναι, αλλά για να είναι στις 05:00 έτοιμα στη γραμμή τους, κάποιοι πήγαν να τα πάρουν στις 4:15 από τα αμαξοστάσια∙ συν τον χρόνο προετοιμασίας των οχημάτων, συν τον χρόνο να ετοιμαστείς κι εσύ και να πας…
Άλλο ένα αρνητικό είναι ότι δεν ξεκινάς τη βάρδια στο ίδιο μέρος όπου σχολάς. Δηλαδή αν είσαι πρωινός, πας με το αυτοκίνητό σου στο αμαξοστάσιο. Από εκεί παίρνεις το τρόλεϊ, κάνεις τη βάρδια σου και μετά σχολάς σε κάποια στάση μιας άσχετης περιοχής, όπου σε αλλάζει ο άλλος οδηγός. Και δεν μπορείς απλά να επιστρέψεις σπίτι σου∙ πρέπει πρώτα να πας στο αμαξοστάσιο να πάρεις το αμάξι σου. Οπότε ο χρόνος «πήγαινε-έλα» στη δουλειά είναι πολύ περισσότερος από ό,τι για τον μέσο εργαζόμενο. Αν σκεφτείς ότι μια φορά την εβδομάδα κάνουμε και «κατσαρή» βάρδια (δηλαδή σπαστό ωράριο), αυτό είναι μεγάλη ταλαιπωρία.
Έχεις το νου σου μήπως κάποιος δεν χτυπήσει εισιτήριο;
Από την άποψη του «ελέγχου», όχι. Δεν είναι δική μου δουλειά και δεν με αφορά. Ίσα ίσα, μια φωνή μέσα μου πολλές φορές τούς δικαιολογεί. Για στατιστικούς λόγους, όμως, κοιτάζω την οθόνη που μας δείχνει τον αριθμό των εισιτηρίων που καταμετρούνται και είναι πολύ λίγα∙ οι περισσότεροι μπαίνουν τζάμπα.
Πόσο συχνά βλέπεις ρατσιστικές συμπεριφορές; Πώς αντιδρά ο κόσμος σε αυτές; Έχεις δυνατότητα να παρέμβεις με κάποιον τρόπο;
Όχι, δεν συναντώ ρατσιστικές συμπεριφορές όσο συχνά περίμενα. Ίσως γιατί, για να εκφράσει κάποιος τις ρατσιστικές του σκέψεις, πρέπει να νιώθει σε θέση ισχύος, κι ένα λεωφορείο που κατεβαίνει την Κυψέλης γεμάτο Αφρικανούς και Αλβανούς δεν είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο…
Όταν συμβαίνει όμως, ο κόσμος δεν αντιδρά, όπως δεν αντιδρά και σε πολύ πιο κρίσιμες καταστάσεις. Και λέω πιο «κρίσιμες» όχι γιατί υποτιμώ τον ρατσισμό, αλλά γιατί το πιο ρατσιστικό που έχει γίνει είναι, πάνω σε αντιπαράθεση, να ακουστεί η ατάκα «μας ήρθατε εδώ…» και ως εκεί.
Σίγουρα αν υπάρξει οποιοδήποτε είδος διάκρισης, ρατσισμού ή βίας μπορώ να παρέμβω, αλλά πάντα στα πλαίσια του νόμου. Δηλαδή, αν είναι κάτι απλό, να επιληφθώ και να το ρυθμίσω, αλλιώς να καλέσω την αστυνομία. Δεν έχει χρειαστεί έως τώρα.
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι έχω ακούσει Αλβανό να λέει σε Πακιστανό: «Μας ήρθατε εδώ… Εγώ εδώ έχω 20 χρόνια!» Γέμισα απελπισία!
Σου μιλάει ο κόσμος;
Κάποιοι μεγαλύτερης ηλικίας συνήθως ναι, ανοίγουν ευχάριστο διάλογο, αλλά με όλους τους υπόλοιπους οι διάλογοι είναι: «Σε πόση ώρα φεύγει;» «Πού κατεβαίνω για να πάω στο τάδε μέρος;» Πλέον ευτυχώς υπάρχει το διαχωριστικό νάιλον λόγω Covid, οπότε οι συζητήσεις με επιβάτες είναι σπάνιες.
Το «ευτυχώς» το λέω όχι για την επικοινωνία, αλλά γιατί χάρη στο νάιλον υπάρχει μια ασφάλεια από κλοπές και επιθέσεις∙ άσε που γλιτώνεις τα σάλια ενός επιβάτη που μιλάει δυνατά, την άσχημη μυρωδιά, τις ιώσεις ή το να σου κρύβουν τον καθρέφτη όταν γεμίζει το τρόλεϊ.
Πες τρία περιστατικά που έγιναν αφορμή να σκεφτείς να αλλάξεις δουλειά.
Χριστούγεννα, κολλημένος δυο ώρες στην κίνηση ενώ θα έπρεπε να έχω σχολάσει.
Κυριακή καλοκαίρι, εννιά δρομολόγια σερί, μέχρι που, όταν σηκώθηκα, τα πόδια μου νόμιζα ότι θα σπάσουν∙ η μέση χάλια και η φούσκα έτοιμη να εκραγεί.
Η συνύπαρξη με τους ταξιτζήδες στο δρόμο είναι ικανή να σε κάνει να θέλεις να αλλάξεις και δουλειά και πόλη.
Σοβαρά όμως, μέχρι στιγμής δεν έχω σκεφτεί να αλλάξω δουλειά. Σε γενικές γραμμές, μου αρέσει αυτό που κάνω και το θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμο.
Είναι βαρετά; Ποια η σχέση-αναλογία μονοτονίας λόγω ίδιας διαδρομής και ποικιλίας λόγω εναλλαγής ανθρώπων;
Κάποιες φορές είναι βαρετά, ναι. Αλλά όπως είπα και πριν, αν σου αρέσει η οδήγηση, λίγη μουσικούλα στο ραδιόφωνο, ένας καφές και να χαζεύεις τους περαστικούς είναι αρκετά για να σπάσει η βαρεμάρα. Πολλές φορές έρχεται μαζί μας στο δρομολόγιο κάποιος φίλος, άλλοι μιλάνε στο κινητό (εμένα δεν μου αρέσει)∙ ο καθένας βρίσκει τρόπους να περάσει λίγο πιο ευχάριστα.
Ποικιλία όμως δεν υπάρχει μόνο στους ανθρώπους, αλλά ευτυχώς και στις διαδρομές, μιας και δεν έχουμε κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο.
Ποιο είναι το πιο κουφό περιστατικό που σου έχει συμβεί;
Σε έλεγχο. Μπήκαν ελεγκτές για εισιτήρια. Και ξαφνικά μια γυναίκα, με την οποία δεν είχαν ασχοληθεί καν, άρχισε να φωνάζει: «Δεν έχω εισιτήριο, τι κάνουμε τώρα! Πόσο είναι το πρόστιμο;» Κι ενώ κανείς δεν της έδινε σημασία, μάλλον είχε πανικοβληθεί τόσο πολύ, που πήγε μόνη της στον ελεγκτή και του το ξαναείπε.
Της είπε πόσο είναι το πρόστιμο: «90 ευρώ, κυρία».
Και του λέει: «Να σου δώσω τώρα 60 ευρώ που έχω πάνω μου και να ξεμπερδεύουμε;»
Ακολούθησε, όπως καταλαβαίνεις, ένας διάλογος που ήταν σαν φάρσα…
Είχα αρχίσει να χτίζω τα όνειρά μου από μικρός. Όπως κάθε παιδί στην ηλικία μου. Ζωγράφιζα καλά, ήταν το ταλέντο μου έλεγε η δασκάλα. Το είχε πει και στον πατέρα μια μέρα που είχε έρθει να με πάρει απ’ το σχολείο. Έβρεχε έξω. Νομίζω πως ήταν Νοέμβρης. Ο πατέρας της απάντησε: «Σαχλαμάρες. Η δουλειά σου, δεν είναι να τους φουσκώνεις τα μυαλά. Τι είναι αυτά; Βουνά; Τοπία;»
Έσκισε τις ζωγραφιές μου μια προς μια. Αυστηρός όπως πάντα. Εκείνη τη μέρα, με άφησε να γυρίσω με τα πόδια σπίτι.
«Για να πάρεις ένα μάθημα», είπε. «Να γίνεις σκληρός».
Έβρεχε. Νομίζω αυτό το ξαναείπα. Ήμουν δώδεκα ετών. Μονάχα δώδεκα. Δε μπορούσα να ξεχωρίσω αν τα υγρά στο πρόσωπό μου ήταν η βροχή ή τα δάκρυά μου. Καθώς προχωρούσα, άλλοτε αργά, άλλοτε πιο γρήγορα, παρατήρησα κάτι γραμμένο σ’ έναν τοίχο. Έλεγε:
«Ίσως κάποτε να γίνεις αυτό που σιχαίνεσαι». Έσκυψα. Έτρεξα σπίτι. Ο πατέρας, μου είπε πως άργησα. Πως οι άντρες πρέπει να είναι σκληροί, όχι μαλθακοί σαν εμένα. Μα εγώ, είχα μέσα μου μια καρδιά, που γύρευε άλλα πράγματα. Η μητέρα, όταν είδε πως ήμουν βρεγμένος και έσταζα, με έσυρε ως το δωμάτιο. Ζώνη. Δύο χτυπήματα. Ένα αριστερά στα πλευρά κι ένα δεξιά. Δεν έκλαψα. Είχα μάθει, πως αν έκλαιγα θα την προκαλούσα παραπάνω. Τα δύο χτυπήματα ήταν το λιγότερο. Είχαν υπάρξει και πολλά παραπάνω στο παρελθόν. Ο πατέρας ήταν αυστηρός. Η μητέρα όμως, με τρόμαζε πιο πολύ. Είχε κάτι στα μάτια της. Μίσος. Ένα μίσος που ξεκίνησε απ’ όταν μεγάλωνα μέσα της. Παλιότερα, σε μικρότερη ηλικία, ο πατέρας άκουγε τις κραυγές μου, το κλάμα μου. Άνοιγε την πόρτα και απλά κοίταζε. Συνεχώς έλεγε: «Θα γίνεις άντρας τώρα». Τότε το μένος στα μάτια της μητέρας ήταν πεντακάθαρο. Φαινόταν. Δεν ήξερα σε εκείνη την ηλικία πώς να το ονομάσω. Νόμιζα πως όλα τα παιδιά, έτσι μεγαλώνουν. Μα ήμουν εφτά χρονών. Τι ήξερα τότε;
Περνούσαν τα χρόνια. Οι μέρες, οι μήνες. Κάθε φορά, με ένα βάρος παραπάνω, με ένα σημάδι στο κορμί μου παραπάνω. Με λόγια σκληρά. Ανάρμοστα για ένα παιδί. Το σύνθημα που έβλεπα καθώς γυρνούσα σπίτι ξεθώριαζε. Κάθε φορά και πιο πολύ. Σαν τα όνειρά μου. Κουβαλούσα αυτή την κατάρα κι αυτή τη μοίρα στους ώμους μου. Ήμουν απ’ αυτούς, που δεν είχαν όνειρα πια. Απ’ αυτούς που αφέθηκαν σε μια φωτιά που τα έκαψε όλα. Με έκαναν να πιστέψω πως τα όνειρα είναι για τους αποτυχημένους. Όμως τα γνωρίζεις όλα αυτά. Δε ξέρω τι με κάνει και τα αναφέρω. Ίσως η ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Ίσως η ανάγκη να του συγχωρήσω και τους δύο. Ή ακόμη, να βγάλω μ’ ένα κουτάλι τα μάτια του πατέρα, που κοίταζε αλλά ήταν απαθής. Να κόψω απ’ τη ρίζα τα χέρια της μητέρας. Να μη μπορούν να με πληγώσουν άλλο. Όμως τους έχω μέσα μου. Ακόμη κι αν τότε έπραττα αυτές τις ειδεχθής πράξεις, δε θα σταματούσα ποτέ να πληγώνομαι.
Το τραίνο δεν ερχόταν ποτέ
Στα δεκαοχτώ μου χρόνια, ο πατέρας και οι γνωριμίες που είχε, με έβαλαν στα καλύτερα κολλέγια. Μου είχαν φυτέψει μέσα μου πράγματα. Μου είχαν φυτέψει την ιδέα, πως έπρεπε να τους κάνω περήφανους. Να κάνω ό,τι μου λένε. Νόμιζα πως έτσι θα απαλλαγώ. Δεν απαλλάχτηκα ποτέ.
Ακόμη και τώρα, που βρίσκονται στο χώμα, έρχονται τα βράδια στον ύπνο μου. Με χτυπούν πάλι. Ράπισμα οι λέξεις, ο πόνος, τα σημάδια. Ράπισμα. Θυμάσαι πως είναι. Δεν είναι ανάγκη να εξηγήσω πολλά. Με ηρεμεί λίγο το γεγονός πως βρίσκονται στο χώμα. Σε τάφους παραμελημένους, με τη βροχή να τους κρατάει υγρούς, παγωμένους. Να νιώθουν το κρύο. Να νιώθουν το δικό μου μίσος πια. Τη δική μου απάθεια. Και τότε θυμήθηκα. Έγινα στ’ αλήθεια αυτό που σιχαινόμουν.
Το τραίνο δεν ερχόταν ποτέ για να με πάρει από δω. Μα που θα με πήγαινε αλήθεια; Κι έτσι, περπατούσα στις γραμμές. Ήθελα να περάσει από πάνω μου, να με παρασύρει. Μα κάθε φορά δείλιαζα. Έτρεχα, ένα στην άκρη. Τα λόγια του πατέρα «είσαι μαλθακός, γίνε άντρας». Κι εγώ, δε μπορούσα καν να αντιμετωπίσω το τραίνο. Όπως δεν αντιμετώπισα ποτέ κανέναν. Το ξέρεις. Όμως πρέπει να σου μιλήσω.
Θέλω να μ’ ακούσεις προσεκτικά. Σαν να βρίσκεσαι στις γραμμές ενός τραίνου που έρχεται κατά πάνω σου. Θα έτρεχες ή θα έμενες; Αν όσα σου διηγηθώ σε τρομάξουν ή πληγώσουν τον άνθρωπο που κρύβεις –ίσως- μέσα σου, μπορείς να τρέξεις. Όπως θα έκανες στις γραμμές του τραίνου. Αυτά που θα σου πω, θέλω να τα ακούσεις σαν να μη βγαίνουν απ’ το στόμα μου. Γιατί δε βγαίνουν. Έπαψα να μιλάω χρόνια τώρα από κει. Να τα’ ακούς απ’ την καρδιά μου. Αν ρίξεις μια ματιά, έξω απ’ το παράθυρο, θα δεις το γέρικο δέντρο στην αυλή. Με ανακουφίζει που κάτι θα μείνει αιώνια. Του αρέσει άραγε; Ή θεωρεί πως είναι καταδικασμένο; Ήταν εδώ πριν από ‘μας. Θα είναι εδώ, ακόμη και όταν φύγουμε. Όμορφα που είναι όλα. Γαλήνια. Θα πρόσεξες βέβαια, πως φθινοπώριασε. Έτσι έχω ακούσει να λένε. Ίσως τα φύλλα που πέφτουν τους το μαρτυρούν. Είναι εύκολο να ρίξεις μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. Πόσο εύκολο είναι να ρίξεις μια ματιά έξω από ‘σένα; Απ’ το περίβλημα σου. Με συγχωρείς για τη φλυαρία μου. Μάλλον είχαμε καιρό ν’ ανταμώσουμε. Τα πράγματα, που λες εδώ μέσα είναι περίεργα. Με φωνάζουν περίεργα. Καμιά φορά, νομίζω ότι τα χάνω. Από τα διπλανά δωμάτια, ακούγονται κραυγές. Ακούγονται πνιχτά δάκρυα τις νύχτες. Και δεν ξέρω αν πρέπει να παρηγορήσω κάποιους απ’ αυτούς, αν όχι όλους.
Εμένα με βλέπουν αρκετοί άνθρωποι. Οι υπόλοιποι, ξεχασμένοι. Για εκείνους δεν έρχεται κανείς. Ίσως δεν ήταν καλά παιδιά. Έτσι μου έλεγε η μητέρα, κάθε που έκανα αταξία. Νέα γυναίκα. Δεν την κατηγορώ. Τα σημάδια απ’ τη ζώνη δε θα ήθελα να είχα στα πλευρά. Κάνεις μπάνιο και κρύβεσαι. Να αποφύγεις τις ερωτήσεις κι ακόμη πιο πολύ, να αποφύγεις τις ψεύτικες απαντήσεις. Όμως, με συγχωρείς ξανά. Φλυαρώ. Μάλλον είχαμε καιρό ν’ ανταμώσουμε. Πόσο να πέρασε άραγε; Ξέρεις, με τον χρόνο δε τα πήγαινα καλά. Ο χρόνος, μου παίρνει ότι αγαπώ. Αλλά, άστο. Μην απαντήσεις. Σημασία έχει, πως είσαι τώρα εδώ.
Κάτι πολύχρωμα δισκία
Καμιά φορά, βάζουν ανθρώπους σε πολύ μικρά δωμάτια. Απ’ αυτά που δεν περνάει ο ήχος. Είχα δει και κάποιον να τον δένουν στο κρεβάτι. «Πιο μαλακά», φώναξα, «λίγο πιο μαλακά». Κι ύστερα, βρήκα μια γωνιά κι έκλαψα. Ναι, ξεκίνησα να κλαίω πάλι. Το φαγητό είναι άνοστο, σκέτο σκουπίδι. Και πάνω μου, συνεχώς αυτό το ύφασμα, που νομίζω με κάνει και δείχνω γελοίος. Αυτό ήθελε ο πατέρας, αυτό έκανα. Νιώθω την ανάγκη που και που, να τους πάρω όλους από δω μέσα. Να σπάσω τα κάγκελα στα παράθυρα. Να είναι σε όλους ευδιάκριτο το γέρικο δέντρο. Από την άλλη, έχω πιάσει τον εαυτό μου, να τους μοιράζει κάτι πολύχρωμα δισκία. Ξέρω πως τα λένε, αλλά τώρα μου διαφεύγει. Πάλι φλυαρώ, ε; Άκου, ίσως αυτό συμβαίνει γιατί…
«Γιατρέ.»
«Ε, ναι συγγνώμη νοσοκόμα. Τι συνέβη;»
«Είναι κάποια πειραματική θεραπεία ή ομιλία μπροστά στον καθρέφτη;»
«Θα μπορούσε να είναι», είπα και χαμογέλασα για να κρύψω το μυστικό μου. Όταν έρχεσαι κοντά με κάποιον άρρωστο, μάλλον αρρωσταίνεις κι εσύ. «Πες μου νοσοκόμα και γρήγορα».
«Α , τίποτα. Η ασθενής στο δωμάτιο 8. Μάζεψε όσα σεντόνια μπόρεσε και κρεμάστηκε. Τι να κάνω; Να καλέσω τους δικούς της;»
«Όχι. Δεν είχε κανέναν. Να τη βάλεις μαζί με τους άλλους», είπα κι έφυγε.
Μόνος. Πρέπει να πω κάτι τελευταίο. Στις γραμμές του τραίνου λοιπόν. Θα έτρεχες ή θα έμενες; Εγώ πάντως, κουράστηκα να τρέχω.
«Γιατρέ, κρίση ασθενή στην αίθουσα ψυχαγωγίας».
«Έρχομαι αμέσως. Ετοίμασε την ένεση».
Κάθε δόση στην ένεση, πρέπει να είναι μετρημένη. Αλλιώς, άσχημα πράγματα συμβαίνουν. Νομίζω πως ήρθε η ώρα, τι λες; Ας τη στρέψω επιτέλους πάνω μου. Πονάω. Εμείς οι δυο πονάμε. Ήρθε η ώρα για το πικρό αντίο. Χωρίς τα όνειρά μου πια, δε μπορώ να συνεχίσω. Ποτέ δεν μπορούσα. Πικρό το αντίο. Τα λέμε στην άλλη πλευρά.
Όλος ο Οκτώβρης του 2022 ήταν σαν άνοιξη, όπως και ο Σεπτέμβρης που θύμιζε καλοκαίρι. Μονάχα εκείνο το βράδυ της Παρασκευής είχε βρέξει. Όχι κάποιον κατακλυσμό∙ μερικές πρόσκαιρες ψιχάλες, όμως, ήταν αρκετές για να με αναγκάσουν να πάρω ταξί, επιστρέφοντας από μια δουλειά στο Θησείο.
Ανηφόρισα τον πεζόδρομο της Ερμού, με σκοπό να πάρω ταξί από την πιάτσα απέναντι από τον σταθμό του Ηλεκτρικού. Δυο κρεμανταλάδες στέκονταν δίπλα στα σταθμευμένα στην πιάτσα τους, πίνοντας καφέ σε πλαστικό και χαζολογώντας με τον πιο κλισέ για το επάγγελμά τους τρόπο. Δεν πρόλαβα ούτε να απλώσω το χέρι μου στο χερούλι της πόρτας του πρώτου στη σειρά. Με μια αποχρώσα ένδειξη ενόχλησης στη φωνή και ένα-δυο ζευγάρια βλέμματα βαθιάς απαξίωσης προς το πρόσωπό μου, που είχα το θράσος να τους διακόψω τη συζήτηση για κάτι τόσο ανίερο, ταπεινό και προσβλητικό όπως η αναζήτηση μίσθωσης των υπηρεσιών τους, με ενημέρωσαν ότι αυτοί είναι δεσμευμένοι από ραντεβού με πελάτη και θα πρέπει να μπω στο τρίτο –και τελευταίο στη σειρά– ταξί της πιάτσας.
Ακολουθώντας τις οδηγίες τους, μπήκα μέσα και ενημέρωσα ευγενικά τον σοφέρ για τον προορισμό μου.
«Προς Κυψέλη πάμε».
Συνηθίζω να λέω πρώτα τη γενική κατεύθυνση και έπειτα να δίνω συγκεκριμένα το σημείο όπου επιθυμώ να αποβιβαστώ. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο κουσούρι που μου άφησε το παρελθόν για να αποφεύγω να δίνω περιττές πληροφορίες, οι οποίες μπορεί να αξιοποιηθούν εναντίον μου, ή αν είναι ένα παιχνίδι του μυαλού μου, που με βοηθάει να γλιτώνω χρόνο όσο με καθησυχάζω για τον πραγματικό μου προορισμό. Καμιά φορά ξεχνιέμαι και δεν ενημερώνω για την οδό, μέχρι να μου ζητηθεί πιο επιτακτικά.
Αυτή την φορά, ο καχεκτικός, ασπρομάλλης –σε ηλικία σύνταξης– οδηγός δεν ζήτησε να μάθει το ακριβές σημείο της αποβίβασής μου. Ίσως λίγο φοβισμένος (ή ίσως και να ήταν η ανατομία του σώματός του που έδινε αυτή την αίσθηση, καθώς το κεφάλι του είχε την τάση να κρύβεται ανάμεσα στους ώμους εξαφανίζοντας τον σβέρκο του, σαν τρομαγμένη χελώνα), μου σύστησε:
«Στο πρώτο πήγαινε».
«Μα αυτός στο πρώτο μού είπε να…»
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φράση μου και ήρθε ο οδηγός του πρώτου ταξί, τριάντα χρόνια νεότερός του, με εκείνη τη στάση σώματος και το άσχημο χαμόγελο που μαρτυράει ότι ο στρατός και το ταξί είναι τα δυο φυσικά του περιβάλλοντα.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, εμείς του είπαμε».
Ο ασπρομάλλης οδηγός φάνηκε να μην πείθεται από το επιχείρημα και έμεινε να χάσκει μερικές στιγμές.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, σου λέω», συνέχισε ο κρεμανταλάς, με εκείνη την προσποιητή ευγένεια που υποδηλώνει τον βαθμό επιτακτικότητας λίγο πριν τον καθαρό τραμπουκισμό. Σχεδόν σκούντηξε το ταξί με το βλέμμα του, αναγκάζοντάς τον να ξεκινήσει.
«Τους είπες πού πας;»
«Όχι, δεν πρόλαβα».
«Καλό κι αυτό», μουρμουρίζει και αφήνει ένα πνιχτό γέλιο, βγαλμένο από τα πιο απόκοσμα σημεία του φάσματος της απελπισίας.
«Εγώ χωρίς μάσκα δεν ξεκινάω»
Την επόμενη μέρα ξύπνησα νιώθοντας ελαφρώς μια υγρασία στα κόκαλά μου. Δεν είναι καλό σημάδι, σκέφτηκα. Αν θέλω να βρω κάτι θετικό σε αυτό το μετεωρολογικό μου ταλέντο, είναι ότι την υγρασία την καταλαβαίνω από τη γενική αίσθηση του περιβάλλοντος κι όχι από κάποιο παλιό τραύμα, μακρινή ανάμνηση ενός πυροβολισμού σε συμπλοκή ή μιας μαχαιριάς σε κάποιο μπαρ στην Μπραζίλια. Καθώς το παντζούρι της κρεβατοκάμαρας είναι πάντα κλειστό, έσυρα τα αγουροξυπνημένα μου βήματα μέχρι το γυμνό από κουρτίνες σαλόνι.
Τα βαριά σύννεφα, ο υγρός δρόμος και η απόχρωση των γύρω κτιρίων μαρτυρούσαν καιρό βροχερό. Οι μικρές σταγόνες που κρέμονταν σαν μαϊμουδίτσες από την κουπαστή του μπαλκονιού επιβεβαίωναν αυτή τη μαρτυρία.
Εκείνο το βράδυ ήταν μια φωτοτυπία του προηγούμενου. Κάποτε η βροχή σταμάτησε∙ τα σύννεφα δεν έφυγαν, αλλά η αποθαρρυντική για τη διάθεσή μου παρουσία τους συσκοτίστηκε από τη νύχτα. Ακολούθησα την ίδια διαδρομή, πέρασα την οδό Αγίων Ασωμάτων και μπήκα στο πρώτο ταξί της πιάτσας.
Ο στραβοχυμένος στη θέση του οδηγός με ρώτησε πού πάω.
«Κυψέλη».
«Μάσκα».
Έβαλα το χέρι μου στην κωλότσεπη, αναζητώντας με τις άκρες των δακτύλων μου την αίσθηση που θα μαρτυρούσε τη λυτρωτική παρουσία της. Μάταια. Επέμεινα επαναλαμβάνοντας την προσπάθεια σε άλλες τσέπες.
«Με συγχωρείτε, την ξέχασα».
«Εγώ χωρίς μάσκα δεν ξεκινάω. Μπείτε στον πίσω».
Βγαίνω ταπεινωμένος. Βάζω το πρόσωπό μου στο παράθυρο του συνοδηγού του πίσω ταξί και του εξηγώ ότι δεν έχω μάσκα. Είναι ο ίδιος κυριούλης που με πήρε την προηγούμενη μέρα. Γελάει.
«Έλα», μου γνέφει.
Η κούρσα ξεκινάει.
«Του είπες πού πας;»
«Ναι», του απαντάω.
Περιπέτεια στην Ερμού
Δυο βδομάδες μετά, η συγκυρία με οδήγησε ξανά στην ευρύτερη περιοχή και συγκεκριμένα στου Ψυρρή. Το Σάββατο σκόπευα να επιστρέψω με τον Ηλεκτρικό, αλλά για κάποιον έκτακτο λόγο, που με έκανε να βιαστώ σε βαθμό που δεν είχα προγραμματίσει, η λύση του ταξί ήταν μονόδρομος. Πέρασα τον δρόμο και βρέθηκα στην κεφαλή της πιάτσας, που ξεκινούσε από την πλατεία Μοναστηρακίου και κατέληγε αντιστρόφως στην πλατεία Ασωμάτων, διασχίζοντας ολόκληρη την Ερμού σαν αργόσυρτο –στην ουσία ακίνητο– κίτρινο φίδι με φωτεινή ράχη. Άνοιξα την πόρτα του πρώτου ταξί και ο οδηγός, που μιλούσε στο τηλέφωνο, μου παρατήρησε ότι αυτός έχει σβηστό το φωτάκι της ταρίφας, άρα να πάω στο πρώτο της σειράς με αναμμένο φωτάκι. Πράγματι, προσπέρασα ακόμα δυο με σβηστό φωτάκι και πήγα στο τρίτο. Ο οδηγός, ενοχλημένος, μου υπέδειξε να πάω στο πρώτο ταξί της πιάτσας, ενημερώνοντάς με ότι είναι αδιάφορο αν θα είναι αναμμένο το φωτάκι. Διαμαρτυρήθηκα έντονα, μέχρι που είδα το πρόσωπό του να στρέφεται προς την κίνηση της Ερμού, καθώς κάποιος περαστικός οδηγός ταξί κάτι του φώναξε∙ προσφερόταν να με πάρει ο ίδιος.
«Να», μου λέει, «μπες σε αυτόν».
Απελπισμένος και βιαστικός, μπήκα και έδωσα την εντολή μετακίνησης. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο οδηγός, ένας ογκώδης νεαρός Ρομά (εκτίμηση που έκανα με βάση την προφορά του και το χρώμα του δέρματός του), μου έβαλε τις φωνές, διερωτώμενος ρητορικά για το αν είμαι βλάκας. Μου εξηγούσε συγχρόνως πως δεν πρέπει να πηγαίνω σε αυτή την πιάτσα, γιατί είναι απατεώνες, ενώ η κάθε πρότασή του κατέληγε στην ίδια άκομψη επωδό, επαναλαμβάνοντας την επίπληξή του για τη χαμηλή ευφυΐα μου εν είδει ρητορικού ερωτήματος.
Ο ίδιος βέβαια δεν έβαλε την ταρίφα να μετράει, και αμέσως πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του, με την οποία για όλη την διάρκεια της κούρσας συζητούσε πώς θα δαγκώσουν τον υποψήφιο αγοραστή μιας αγοροπωλησίας αυτοκινήτου, την οποία είχαν στα σκαριά. Αν δεν είχα εμπιστοσύνη στην εμπειρία μου με τους Ρομά από τη φυλακή και τη βεβαιότητα ότι είναι οι πιο άκακοι και λιγότερο επιθετικοί παραβατικοί στην Ελλάδα, μπορεί αυτή η κούρσα να με είχε αγχώσει. Όταν φτάσαμε στον προορισμό, μου ζήτησε το αντίτιμο που περίπου αντιστοιχεί στη διαδρομή και μου έδωσε τα ρέστα, χωρίς να χάσει καθόλου τον ειρμό του από αυτά που κανόνιζε στο τηλέφωνο.
Το είχα αποφασίσει. Θα έκανα επιτόπια ερεύνα για το πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα. Θα πήγαινα να πάρω ταξί και δεν θα έφευγα αν δεν με έπαιρνε κάποιος από την πιάτσα. Στην ανάγκη, θα έκανα μπροστά στον οδηγό τηλεφωνική καταγγελία στην Τροχαία για να τον αναγκάσω να με πάρει και θα προσπαθούσα να του πιάσω την κουβέντα στη διαδρομή.
Το επόμενο βράδυ πήρα το τρόλεϊ από την Πλατεία Αμερικής, κατέβηκα στη στάση ΟΤΕ, μπήκα στον σταθμό Βικτώρια και κατέβηκα στο Μοναστηράκι, βαδίζοντας με αυτοπεποίθηση προς την Ερμού στο ύψος του Μουστάκα. Η πιάτσα, προς έκπληξή μου, ήταν εντελώς άδεια. Κοίταξα λίγο πιο προσεχτικά μήπως είχε ξεμείνει Κανένα ταξί, μα στο σημείο που βρίσκεται η πινακίδα που τυπικά ορίζει το τέλος της άραζε νωχελικά ένα περιπολικό. Μια πιάτσα ταξί, λοιπόν, που λειτουργεί σε όλες της τις λεπτομέρειες με τις ίδιες αρχές και το τελετουργικό αστυνόμευσης που έχουν οι μαφίες στις πιάτσες παράνομου εμπορίου.
Ένας επαγγελματίας του κλάδου εξηγεί
Μια σειρά από μικρά προβλήματα της καθημερινότητας με εμπόδισαν να ασχοληθώ για κάποιο καιρό με το ζήτημα, ώσπου ένα απόγευμα στα τέλη του Γενάρη αποφάσισα να ξεκινήσω το ρεπορτάζ μου. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι ήθελα να ξελαμπικάρω λίγο από τις αρχειοδιφικές έρευνές μου για το δικαστικό και αστυνομικό ρεπορτάζ στον ελληνικό Μεσοπόλεμο και είχα ανάγκη να καταπιαστώ με κάτι πιο σημερινό.
Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερη ιδέα να ξεκινήσω ρωτώντας κάποιον επαγγελματία του κλάδου. Ο αλγόριθμος των κοινωνικών δικτύων, ο οποίος –για καλή μου τύχη– διαβάζει τη σκέψη μου, με έβγαλε από τη δύσκολη θέση και αποφάσισε αυτός για μένα. Μου εμφάνισε ένα σχόλιο του διαδικτυακού μου φίλου Β.Κ., ταξιτζή, που σχολίαζε την κατάσταση στην πιάτσα του Σταθμού Λαρίσης. Του έστειλα τότε ένα μήνυμα στο τσατ, ρωτώντας τον αν μπορεί να μου απαντήσει στις παρακάτω ερωτήσεις:
«Πώς λειτουργεί το πράγμα; Τι συνδέσεις υπάρχουν με την αστυνομία; Με ποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους οι συγκεκριμένοι οδηγοί; Με ποιον τρόπο επηρεάζουν τους υπόλοιπους συναδέλφους τους; Με ποιον τρόπο τους αποκλείουν; Τι οφέλη έχουν;»
«Ναι, αμέ, θα σου πω, και όχι μόνο για την Ερμού… Όμως χωρίς όνομα. Μιλάμε για μαφία, δεν είμαστε να μπλέκουμε…»
Αφού ανταλλάξαμε μερικά σύντομα μηνύματα, συμφωνήσαμε να μου στείλει ένα ηχητικό, στο οποίο να εξηγεί καλύτερα τα πράγματα. Μπορώ να συνοψίσω τα μηνύματα και τον μικρό μας διάλογο ως εξής:
«Αυτοί στην Ερμού είναι… άσ’ το. Εκβιαστές και μπραβιλίκι φάση, με την αστυνομία μαζί τους. Είχαν πιάσει εκεί έναν οι ασφαλίτες με όπλα στο πορτμπαγκάζ∙ Καλάσνικοφ, όχι αστεία!»
«Πω… Σκέφτομαι να πάω με βαλίτσα για να με περάσει για τουρίστα και να του ζητήσω να με πάει Σταθμό Λαρίσης, για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, να δω πώς θα αντιδράσει. Λες να μου παίξουν καμιά σφαίρα;»
«Δεν θα σε πάρουν∙ κι αν σε πάρουν, θα σου πουν 20 ευρώ. Αυτοί παίρνουν μόνο ξένους που τους γδύνουν, για μακρινές κούρσες μόνο∙ Γλυφάδα, Πειραιά, Αεροδρόμιο κτλ. Και χρεώνουν τρεις φορές πάνω».
Την επόμενη μέρα το πρωί έλαβα μια σειρά από ηχητικά μηνύματα, η συνολική διάρκεια των οποίων πλησιάζει τα 30 λεπτά, όπου μου εξηγούσε:
Η «κρουαζιέρα»
«Να σου πω τι συμβαίνει με τις πιάτσες των ταξί. Αρχίζω από την “κρουαζιέρα” και το Λιμάνι γενικά. Στην “κρουαζιέρα” τα τελευταία χρόνια, από τότε που ξεκίνησαν να έρχονται τα μεγάλα καράβια στην Ε11 και την Ε12, υπάρχει μια συμμορία ταξιτζήδων που λαδώνουν το Λιμενικό. Αυτοί οι τύποι ήταν κάποτε και στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΑΤΑ, και στην αρχή είχαν αναπτύξει θεσμικές σχέσεις με αστυνομικούς του Λιμενικού. Ήταν και από τη ΝΔ οι πιο πολλοί και τα βρήκαν. Αυτό το παρεάκι λυμαίνεται την “κρουαζιέρα”.
Οι παλιοί πιατσάρχες* του ΣΑΤΑ, που κάνανε τα κουμάντα στην πιάτσα, καταλήξανε να κάνουν κουμάντο για την πάρτη τους και για δέκα φίλους τους. Ξέρεις τώρα πώς πάει∙ αντί να κοιτάνε την καλή λειτουργία της πιάτσας, την κάνανε δική τους. Στην “κρουαζιέρα” επίσης υπάρχει ένας μεγάλος μαντράς** μέσα στο λόμπι, που έχει φτιάξει ένα ταξιδιωτικό γραφείο και νοικιάζει βαν και ΙΧ και δικά του ταξί, που τα φέρνει εκτός πιάτσας μετά από συμφωνία με τους τουρίστες για να τους κάνουν τουρ. Οι υπόλοιποι απ’ έξω, όταν βγει ο κόσμος, πέφτουν πάνω του και τον κλέβουν. Για να τους κάνουν δήθεν τουρ, τους παίρνουν κάτι κατοστάρια ευρώ. Στην “κρουαζιέρα” νορμάλ άνθρωπος δεν μπορεί να δουλέψει. Σε άλλα σημεία του Λιμανιού, αν είναι λιμενικοί μπροστά, μπορείς να δουλέψεις και να περιμένεις τη σειρά σου∙ αν δεν έχει λιμενικούς, άσ’ το… Eιδικά στα μεγάλα καράβια, τα Κρητικά που λέμε και τα Ροδίτικα, πέφτουν πάνω ποιος θα πάρει ποιον, ποιος θα διπλοφορτώσει.
Το καλοκαίρι γίνεται ορυμαγδός παντού μέσα, γιατί έχει πάρα πολύ κόσμο, γίνεται χάος. Οι λιμενικοί δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα και καταλήγουν να σε διώχνουν από μέσα γιατί δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση».
Σταθμός Λαρίσης
«Πάμε Σταθμό Λαρίσης. Από τα χειρότερα σημεία για να πάρεις ταξί. Όλοι όσοι δουλεύουν εκεί είναι λαμόγια. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η πιάτσα απέχει εκατό μέτρα από τη Γενική Διεύθυνση Τροχαίας Αττικής και δεν δίνει σημασία κανείς. Εκεί δεν νομίζω ότι τα «παίρνουν»∙ απλώς δεν απλώς δεν ασχολούνται, δεν πάει κανένας να ελέγξει. Είναι ένα παρεάκι Έλληνες και Αλβανοί, διπλο- τριπλοφορτώνουν, γίνεται ένα χάος, δεν φορτώνει κανείς με τη σειρά του, ψιλοκλέβουν κιόλας τους πελάτες».
ΚΤΕΛ Κηφισού
«Στο ΚΤΕΛ Κηφισού είναι άλλη κατάσταση, πολύ χειρότερη από τον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί υπάρχουν και μπάτσοι που τα “παίρνουν”. Είχαν πιαστεί και δύο, που δήθεν κοίταζαν την πιάτσα για την ομαλή λειτουργία της και στην ουσία τα είχαν βρει με κάποιους οδηγούς (τότε με Έλληνες) που διπλο-τριπλοφόρτωναν και τους έδιναν και κανένα ταλιράκι… Τώρα το πήραν Τσιγγάνοι και έχουν κάνει μια ομάδα που τρομοκρατεί τους υπόλοιπους, έχει πέσει και ξύλο. Μια κατάσταση μαφιόζικη».
Η πιάτσα της Ερμού
«Η πιάτσα της Ερμού είναι μια παρέα με πρωτεργάτες Αλβανούς και πίσω κάποιους Έλληνες. Το πρωί την έχουν πιο πολύ οι Έλληνες, το βράδυ δουλεύουν οι Αλβανοί. Αυτοί έχουνε φτιάξει μια ομάδα. Η αστυνομία ή αδιαφορεί ή κάποιοι τα “παίρνουν”. Η φάση έχει γίνει ομάδες-ομάδες, με κάτι μπράβους και κάτι παραβατικούς που τραμπουκίζουν τους υπόλοιπους. Τους παίρνουν οι μαντράδες, που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, αρκεί να παίρνουν τα νοίκια.
Οι μαντράδες είναι το χειρότερο. Βάζουν στο ταξί οδηγούς μόνο για να τους πάρουν τα λεφτά, δεν τους ενδιαφέρει τι άνθρωποι είναι. Μου φέρνεις εμένα 50 ευρώ την ημέρα; Τελείωσε. Δεν πα να ‘σαι όποιος να ‘σαι. Το μεγαλύτερο κακό είναι στην Ερμού και στο Λιμάνι».
Στην πλάτη μας βγάζουνε διπλά και τριπλά
«Η αστική μεταφορά έχει πάρα πολλά λεφτά. Είναι μια δουλειά που φέρνει καθημερινά μετρητό που δεν φαντάζεσαι. 15.000 είναι τα ταξί της Αθήνας. Βάλε 100-120 ευρώ τζίρο που δίνει η κάθε βάρδια –που το κάθε ταξί έχει δυο βάρδιες–, κάνε τον πολλαπλασιασμό να δεις. Στα τουριστικά μέρη υπάρχουν ταξί που στο 12ωρο της βάρδιας μπορούν να βγάλουν και 600 ευρώ.
Ξέχασα να σου πω ότι πολλοί ταξιτζήδες βγάζουν και λεφτά παίρνοντας προμήθεια από ξενοδοχεία, ταβέρνες και κοσμηματοπωλεία για να τους πηγαίνουν τουρίστες.
Εμείς που προσπαθούμε να δουλέψουμε νόμιμα, αν κάνουμε τζίρο ένα κατοστάρικο την ημέρα είμαστε και ευχαριστημένοι, ενώ άλλοι στην πλάτη μας βγάζουνε διπλά και τριπλά. Και στα πειθαρχικά να τους πας, και καταγγελία να τους κάνεις, αν μυριστούν ότι είναι κάποιος δικός τους τον αθωώνουν».
Το να πας με τον μάγκα της πιάτσας είναι μονόδρομος
«Όπου υπάρχει φτώχια, υπάρχει κλεψιά∙ όπου υπάρχει μιζέρια, υπάρχει παραβατικότητα. Είναι δεδομένο ότι αυτό που γίνεται δεν γίνεται επειδή οι ταξιτζήδες είναι κακοί άνθρωποι. Είναι φτωχοί άνθρωποι, κυρίως. Και υπάρχουν από την άλλη και κάποιοι που έχουν τα ταξί ως επένδυση. Τα παίρνω, τα νοικιάζω, παίρνω τα λεφτά μου∙ εξοντώνω τον εργαζόμενο δίνοντάς του μόνο δυο ρεπό τον μήνα και του του ζητάω νοίκι 70 ευρώ τη μέρα, όταν με το ζόρι κάνει τζίρο 100. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δεν είναι ταξιτζήδες, είναι επενδυτές που έχουν βάλει ανθρώπους να τους κάνουν τη δουλειά. Τα τελευταία χρόνια έχουν βάλει και μετανάστες, που τους εξοντώνουν στο 100%.
Έτσι όπως είναι οι συνθήκες, για να βγάλεις τα 70άρια που σου ζητάνε για ενοίκιο είναι δεδομένο ότι θα καταλήγεις να κλέβεις. Αν βλέπεις ότι ο άλλος δίπλα σου έχει τα κονέ, έχει πλάτες, είναι μάγκας, θα ακολουθήσεις αυτόν. Το να πας με τον μάγκα της πιάτσας είναι μονόδρομος, για να σου δίνει δουλειά, αλλιώς δεν ζεις…»
___
*Πιατσάρχες: Παλιότερα ήταν εκλεγμένα μέλη του ΣΑΤΑ που είχαν επιφορτιστεί με την ευθύνη της σωστής λειτουργίας σε κάθε πιάτσα.
**Μαντράδες: Αυτοί που αγοράζουν, πουλούν και νοικιάζουν άδειες, είτε δικές τους είτε άλλων. Στην ουσία πρόκειται για εταιρίες διαχείρισης.
Ασφαλώς ο χρόνος δεν σας έσβησε την ανάμνηση της Ταμάρας. Είχε γίνει, προ πενταετίας, θρύλος το όνομά της στο πανελλήνιο. Πάνω στον Κορυδαλλό και αργότερα στην Αθήνα, μέσα στη βρώμικη κάμαρά της, ανέβασε το πυρ της ηδονής και του αίματος στη στρατιά των κίτρινων εραστών της.
Πόσες πιστολιές, πόσο αίμα για τα ολόμαυρα ματόφρυδά της και για το άσπρο της κορμί, πόσο τυπογραφικό μελάνι δεν καταναλώθηκε για τη μοιραία λύση της! Τρία χρόνια και τι δεν είπαν, και τι δεν έγραψαν οι εφημερίδες! Ηφαίστειο ηδονής ως πλάσμα, οχιά φαρμακερή ως ψυχή, συγκέντρωσε τους τρομερότερους χαρακτηρισμούς μετά το αλησμόνητο έγκλημά της.
Όσοι διάβασαν τις καταθέσεις που είχαν συμπεριληφθεί στις τρεις ογκώδεις δικογραφίες της και όσοι άκουσαν τους Κινέζους ερωμένους της να μιλούν για τις θύελλες που προκαλούσε στους ομόφυλούς τους και στους άσπρους συμπατριώτες της, μέσα στα καταγώγια του Κορυδαλλού, έλεγαν ότι η γυναίκα αυτή ήταν φαινόμενο χωρίς προηγούμενο.
Η προ τριετίας δίκη για το τελευταίο της κακούργημα, δηλαδή για τον σφαγμένο Κινέζο που πετάχτηκε τσουβαλιασμένος στη θάλασσα, τερμάτισε τον σάλαγο γύρω από το όνομά της. Σχεδόν λησμονήθηκε από τότε.
Την Μεγάλη Εβδομάδα
Τελευταία φορά την είχα συναντήσει την περασμένη Μεγάλη Εβδομάδα στις γυναικείες φυλακές, όπου με βιβλική έκσταση φανατικής χριστιανής άναβε ή έσβηνε τα κεριά του μικρού Επιτάφιου των φυλακών. Άφθονα κυλούσαν δάκρυα από τα μάτια που τόσες καταιγίδες είχαν προκαλέσει στα στήθη των Κινέζων. Τα μοιραία εκείνα μάτια είχαν γίνει ολοκόκκινα. Η παιδιάρικη παλιά λάμψη είχε σβήσει και από τα πάντοτε τρικυμιώντα στήθη της θρυλικής γυναίκας ανέβαιναν βαθείς στεναγμοί.
Η Ταμάρα τότε φοβόταν και εδέετο στην εκκλησούλα της φυλακής να σώσει την όρασή της, που ολοένα και χανόταν. Νόμιζε ότι αυτή η επερχόμενη σιγά-σιγά τύφλωση ήταν οργή Κυρίου εναντίον της για τα κακουργήματά της. Εντούτοις, με τη γλυκιά φωνή με την οποία ούρλιαζε χοροπηδώντας με το μαχαίρι στο στόμα στην «Καζάσκα» και στους άλλους ρωσικούς χορούς, κατόρθωνε να ψάλλει, όπως και τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, τον επιτάφιο θρήνο. Οι πολυάριθμες κυρίες, που από σνομπισμό ή από πραγματικά αισθήματα οίκτου είχαν φτάσει στις γυναικείες φυλακές για τον μικροσκοπικό Επιτάφιο, έφυγαν καταγοητευμένες από την ψαλμωδία της Ταμάρας. Της έδωσαν ένα σωρό δώρα και ένα σωρό υποσχέσεις για να την παρηγορήσουν∙ αλλά αυτή, σαν να προαισθανόταν την τύχη της, σαν να έβλεπε ότι θα τιμωρούνταν σκληρότερα από κάποια άλλη, υπέρτερη δικαιοσύνη παρά από την ανθρώπινη, φώναζε: «Όχι, κυρία μου. Ο Θεός με κυνηγάει».
Όταν και εμείς φύγαμε, την είχαμε λυπηθεί. Και πιστεύαμε ότι όλη αυτή η στάση της δεν ήταν παρά απόρροια βαθύτατης μετάνοιας και συντριβής.
Η τρέλα της εξερράγη το Πάσχα
Εκ των υστέρων, εντούτοις, αποδεικνύεται ότι η τρέλα ήταν τότε στα πρόθυρα της υπάρξεως. Τα μάτια της δεν υπέφεραν πραγματικά. Είχαν κοκκινίσει από τα ανεξάντλητα δάκρυα που της έφερνε η ψυχοπάθεια. Η τρέλα της εξερράγη το Πάσχα. Δεν την πίστεψαν αμέσως τότε, γιατί υποψιάστηκαν ότι ήταν υποκρισία για να ξεφύγει από τα σίδερα της φυλακής.
Μόλις προ ημερών, αφού εξετάστηκε επί μήνες από σειρά ιατροδικαστών, ψυχιάτρων και νευρολόγων, κατακυρώθηκε οριστικά στο φρενοκομείο! Η μακρά της κόμη κόπηκε σύρριζα και ο ζουρλομανδύας αντικατέστησε το μαύρο φουστάνι της φυλακισμένης.
Το πράγμα ήρθε τόσο ξαφνικά για την ανίδεη υπηρεσία των γυναικείων φυλακών, ώστε η διευθύντρια κυρία Καλμούχου να την υποψιάζεται επί ολόκληρους μήνες, να κάνει αιφνιδιασμούς στο κελί της, να την υποβάλλει σε μακρό ερωτηματολόγιο, ωσότου και αυτή πείστηκε ότι δεν πρόκειται περί υποκρινόμενης.
Η πρώτη και οργιαστική, μπορεί να πει κανείς, εκδήλωση της τρέλας έγινε ακριβώς την ώρα που οι μικρές καμπάνες της εκκλησίας των φυλακών σήμαναν Ανάσταση. Η Ταμάρα βρισκόταν στο άλλο αλλόκοτο πλάσμα των τελευταίων καιρών στην αλάνα της φυλακής, στην Κούλα Χριστοφιλέα. Αυτή, με την αράγιστη απάθειά της, έσερνε και πηδούσε γελώντας κάτω από το κωδωνοστάσιο το σχοινί της καμπάνας, σημαίνοντας τη χαρά του κόσμου για την Ανάσταση του Χριστού. Οι άλλες φυλακισμένες, δακρυσμένες, με τα κεράκια στο χέρι, φιλούσαν η μια την άλλη με τη στερεότυπη αλλά και ειλικρινή ευχή: «Του χρόνου σπίτια μας».
Μέχρι τη στιγμή εκείνη, η Ταμάρα δάκρυζε κι αυτή. Αλλά ξαφνικά όρθωσε το ανάστημά της, ανασήκωσε το κεφάλι της με το ραγισμένο πλέον πρόσωπο και ένα ασυγκράτητο γέλιο ξέσπασε από τα λεπτά της χείλη. Τα δάκρυά της σταμάτησαν απρόοπτα, μέσα στα μάτια της ανέλαμψε άγρια ζωηρότητα. Η διευθύντρια των φυλακών, νομίζοντας ότι ήταν κάποια χυδαία εκδήλωση απρέπειας, την παρατήρησε αυστηρά. «Ταμάρα, σιωπή».
Αλλά αυτή δεν άκουσε την παρατήρηση της γυναίκας, την οποία μέχρι πριν λίγες μέρες έτρεμε. Εξακολούθησε τα τρελά της γέλια∙ και μέσα απ’ αυτά, πνιχτά, ασυνάρτητα, βγήκε το πρώτο παραλήρημα της παραφροσύνης.
Ο Πρίγκηψ Βασιλίεβιτς
«Έρχεται! Έρχεται! Οι αρραβώνες μου. Πρίγκηψ Βασιλίεβιτς. Δεν είμαι μουζίκα. Ο αρραβωνιαστικός με θέλει. Ο Πέτρος! Ο Τσάρος! Η Μανιουτσκάγια! Ε, ε, χοπ!»
Και όρμησε μέσα στο πλήθος των κατάπληκτων φυλακισμένων, έχοντας ψηλά το κερί της Αναστάσεως, ψηλά το κεφάλι, κρατώντας με το αριστερό της χέρι την ουρά κάποιας φανταστικής μακριάς τουαλέτας.
Από τη στιγμή εκείνη, η κυρία Καλμούχου έκανε ό,τι της επέβαλλε το καθήκον της. Διοργάνωσε κατασκοπία γύρω της∙ πλήθος γυναικών την παρακολουθούσε και την ξεψάχνιζε. Αλλά και στον ύπνο της και όταν ήταν ξύπνια, το ίδιο παραλήρημα. Ο τσάρος, η Μανιουτσκάγια, ο Βασιλίεβιτς. Αυτά τα ονόματα επαναλάμβανε, ανατινασσόμενη στο κρεβάτι της με έκφραση απερίγραπτης ευτυχίας. Όταν κάπως συνερχόταν, διηγούνταν στις φυλακισμένες, όπως και τώρα στο Ψυχιατρείο, ολόκληρη ιστορία: Ότι δηλαδή ο τσάρος την είχε ερωτευτεί από ετών και ότι της είχε παραγγείλει με τον πρίγκιπα Βασιλίεβιτς ότι θα την νυμφευόταν. Επίσης ότι η πριγκίπισσα Μανιουτσκάγια, παλιά ερωμένη του τσάρου, θα πληρωθεί για να μην αντιδράσει στο γάμο τους. Όσον αφορά τους Κινέζους που σκότωσε, τους σκότωσε, λέει, γιατί ήταν εχθροί του τσάρου!
Σε αυτή την ιστορία εμμένει στερεότυπα, με λεπτομέρειες μόνο –άπειρες– για τα πλούτη που έχει ο μέγας αγαπημένος της, και τη διηγήθηκε στους ψυχιάτρους που την εξέτασαν. Αυτοί, τέλος, μετά από μακρές παρατηρήσεις, αποφάνθηκαν ότι προσεβλήθη από παράνοια με έμμονες μεγάλες ιδέες.
Στο ψυχιατρείο
Έτσι, προ εβδομάδος, οδηγήθηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο. Και εκεί, μέσα στους τρελούς, φτιάχνονταν διαρκώς τα ανύπαρκτα μαλλιά της τα κομμένα σύρριζα, φωνάζει:
«Δούλοι! Ο τσάρος μου! Ο τσάρος μου έρχεται!»
Αυτό ήταν το τέλος της θρυλικής φόνισσας, τραγικότερο, ορισμένως, από όσο το περίμενε κανείς…
Είχε πει κάποτε ο Μπέρναρ Σω: «Τι θλιβερότερο από την όψη του καταστήματος κλειστού λόγω κηδείας; Το να μην έχετε δυο πένες να συνοδεύσετε τη φίλη σας με το λεωφορείο. Και τι θλιβερότερο αυτού; Το να προσποιείται η πεθερά σας ότι σας χαϊδεύει…»
Δεν ξέρω αν όντως αυτά είναι πράγματι τα θλιβερότερα πράγματα που είδε ο Άγγλος δραματουργός στον άθλιο αυτόν κόσμο. Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι δεν υπάρχει κάτι που να υποβάλλει τόση θλίψη όση μια φυλακή σημαιοστόλιστη, όπως οι Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ.
Η φυλακή χθες μόνο φυλακή δεν έμοιαζε. Ήταν η γιορτή της «Αγίας Αλύσεως», ημέρα των φυλακισμένων γυναικών, των άτυχων πλασμάτων που για τον έναν ή για τον άλλο λόγο παραστράτησαν, έπεσαν στην αμαρτία και στους κολασμούς του ποινικού νόμου. Συμβολική γιορτή, επίτηδες ταχθείσα υπό της Εκκλησίας για την παραμυθία των φυλακισμένων.
Βέβαια δεν είναι συνηθισμένο να ακούς τραγούδια της γυναικείας φυλακής που τα συνθέτουν εκεί, όπως εκείνο το:
«Μπάτε κακούργες στα κελιά, γρήγορα κλειδωθείτε…»
Ή ακόμη:
«Έξι ελιές, μαύρο ψωμί, μού δίνουν να δειπνήσω…»
Ή συνέχεια, δίχως τέλος:
«…Και τα μπουντρούμια τα βαθιά και τα κελιά του ύψους, τα έφτιαξε η βασίλισσα για να είμαστε θαμμένες».
Ασυνήθιστα πολύ όλα αυτά, και μάλιστα ό,τι χρειάζεται για να πιπερίσει το μεσολαβούν διάστημα μεταξύ του εγκλήματος στου Χαροκόπου και των Καλλιστείων. Δεν πρόκειται, ωστόσο, να κάνουμε την απολογία των θηλυκών εγκληματιών κρατουμένων της φυλακής της κυρίας Καλμούχου, σε μέρα μάλιστα τόσο δυσμενών κρίσεων για το γυναικείο φύλο μετά το έγκλημα στου Χαροκόπου.
Μας άνοιξαν αφού χτυπήσαμε ένα κομψό, στιλβωμένο πλήκτρο, διακριτικό, που θα μπορούσε να είχε εφοδιαστεί με αυτό η πιο καθώς πρέπει γκαρσονιέρα. Οι φύλακες, απαστράπτουσες μέσα στις φρεσκοσιδερωμένες ποδιές, θύμιζαν καμαριέρες ξενοδοχείου πολυτελείας. Μας υποδέχτηκε ως οικοδέσποινα φιλόφρων και περιποιητική, με την επίσημη μαύρη μεταξωτή της αμφίεση, η διευθύντρια κυρία Καλμούχου. Τέλος, η αρχιφύλακας κυρία Οικονομίδου, η τελετάρχης της ημέρας, με φιλοφροσύνη και λεπτότητα που δεν συναντά κανείς εύκολα σε ένα τέτοιο τραχύ επάγγελμα, μας έκανε τις τιμές της υποδοχής.
Εκ των πρώτων προσήλθε ο υπουργός Δικαιοσύνης κύριος Αβραάμ, συνοδευόμενος υπό του γενικού γραμματέα του υπουργείου κυρίου Ρηγανάκου. Παρίσταντο ακόμα πολλοί ανώτεροι δικαστικοί και εκλεκτή μερίδα του γυναικείου αθηναϊκού κόσμου.
Έπειτα εψάλη η λειτουργία στον μικρό ναΐσκο των φυλακών, αφιερωμένη στην «Αγίαν Άλυσιν του Αποστόλου Πέτρου». Χοροστάτησε ο πρωθιερέας της Ιεράς Μητρόπολης, ενώ αργότερα προσήλθε και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, ο οποίος ευλόγησε τις εγκάθειρκτους. Τη λειτουργία παρακολούθησαν όλες οι φυλακισμένες, φέρουσες τις ομοιόμορφες γκρίζες ενδυμασίες τους και τα άσπρα φακιόλια τους.
Μετά τη λειτουργία ακολούθησε δεξίωση και ο υπουργός, ακολουθούμενος υπό των άλλων φυλακισμένων, έκανε ευμενείς παρατηρήσεις για την καθαριότητα και τη τάξη. Ιδιαίτερα εξέφρασε το θαυμασμό του για τα εργαστήρια και τα διαμερίσματα των χειροτεχνημάτων των φυλακισμένων.
Τέλος –το κλου– ακούσθηκε και ο φωνόγραφος και προσφέρθηκε κι ένα ποτηράκι κρασί. Ακολούθησε χορός στο προαύλιο των φυλακών, τον οποίον έσυραν αλληλοδιαδόχως διάφορες κρατούμενες. Μεταξύ αυτών, με πολύ κέφι χόρευε η περίφημη Κούλα Χριστοφιλέα. Σημειωτέον ότι ο θηλυκός αυτός διάβολος, χάρις εις την καλοπέραση των φυλακών, ομόρφυνε και πάχυνε καταπληκτικά!
Η περίφημη Ταμάρα μάς παραπονέθηκε ότι της πονούν τα μάτια και ότι θα χάσει το φως της αν δεν τη στείλουν σε ένα δημόσιο οφθαλμιατρείο. Στον υπουργό διατύπωσε παράπονα επίσης μια συζυγοκτόνος, Σίμου ονόματι, διότι –όπως του είπε– έγινε φυματική και στη «Σωτηρία» αρνούνται να τη δεχτούν, διότι δεν υπάρχει θέση. Ο κύριος Αβράαμ αναγνώρισε αμέσως ότι η ατυχής κρατούμενη είναι συμπατριώτισσά του και κράτησε σημείωμα να της λύσει ταχύτατα την υπόθεση.
Στον κύριο υπουργό παρουσιάστηκε ακόμη το Αννάκι. Πρόκειται περί ενός μικροσκοπικού μελαχρινού κοριτσιού, με το οποίο ασχοληθήκαμε άλλοτε. Λεηλάτησε, ως γνωστόν, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα λέγοντας ότι είναι κόρη του Προέδρου της Δημοκρατίας κυρίου Ζαϊμη. Τώρα ζητάει συγχώνευση των ποινών της για να αποφυλακιστεί.
Μεταξύ των φυλακισμένων και η συντρόφισσα Σμαρώ. Καλοπεριποιημένη και πράος βολτάρει ήσυχα και είναι η μόνη που δεν θέλει να παρουσιασθεί ενώπιον του κόσμου.
Εν τέλει, ληξάσης της γιορτής των φυλακισμένων γυναικών, ο κύριος υπουργός της Δικαιοσύνης εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς τη διευθύντρια των φυλακών κυρία Καλμούχου, χάρις στις προσπάθειες της οποίας συντελείται ένα τόσο αλτρουιστικό και φιλανθρωπικό έργο στις γυναικείες φυλακές.
Η χθεσινή γιορτή του ιδρύματος της λεωφόρου Αλεξάνδρας είχε σκοπό να αποδείξει –και το απέδειξε κατά τον πειστικότερο τρόπο– ποιος είναι δυνατόν ο βαθμός του πολιτισμού μας όταν ανάλογοι οργανισμοί βρίσκονται σε καλά χέρια. Αυτή την εντύπωση τουλάχιστον αποκομίσαμε όλοι οι επισκέπτες της χθεσινής ημέρας.
Ο ιστότοπος red n' noir χρησιμοποιεί και cookies τρίτων για τις λειτουργίες του. Συνεχίζοντας να τον χρησιμοποιείτε, αποδέχεστε τη χρήση τους. ΟΚΌροι χρήσης
Cookies και Πολιτική Απορρήτου
Privacy Overview
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these cookies, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may have an effect on your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.