Πλατεία Ανταρκτικής ΙΙΙ

Οδός Μοσχονησίων, πλατεία Αμερικής, 05:42 μ. μ.

Ο άνθρωπος είναι ανώμαλος και μάλιστα με τη κακή έννοια. Δεν του έδωσα σημασία αλλά μάλλον ήρθε μαστουρωμένος σήμερα. Ας περπατήσει μέσα στο ψωλόκρυο τώρα να συνέλθει, εξάλλου το μπαρ είναι κοντά. Είμαι παρκαρισμένος στη Μοσχονησίων, ένα δρόμο κάτω από την πλατεία Αμερικής, λίγα μέτρα μετά το μπαρ του Σούλη. Πίσω μου είναι παρκαρισμένο ένα μεγάλο βαν Μερσεντές Σπρίντερ που μου εξασφαλίζει μία κάποια κάλυψη. Ξεκίνησε να ρίχνει που και που καμιά νιφάδα, σίγουρα το βράδυ θα ρίξει πολύ πράμα. Κοιτάω έξω από το παράθυρο, κίνηση ελάχιστη. Στέλνω σε sms στον ανώμαλο τη διεύθυνση που έχω παρκάρει ώστε να το βρει γρήγορα όταν τελειώσουμε τη δουλειά. Τραβάω μία μεγάλη γουλιά ουίσκι απ το φλασκί και το βάζω στην εσωτερική τσέπη του πέτσινου. Τσεκάρω τους γεμιστήρες και τις σφαίρες μία προς μία ώστε να βεβαιωθώ για την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων εμπλοκής από κακή τροφοδοσία. Αντικαθιστώ για ψυχαναγκαστικούς λόγους μία σφαίρα που αν και σε καλή κατάσταση ήταν κατασκευασμένη σε διαφορετικό εργοστάσιο από τις υπόλοιπες. Τσεκάρω τα κλείστρα και των δύο πιστολιών. Σκύβοντας να πιάσω μία σφαίρα που μου έπεσε στο πατάκι ξεθάβω κάτω από το κάθισμα του οδηγού το Baby-Browning με λαβή από σεντέφι. Κατεβάζω άλλη μία γουλιά ουίσκι από το φλασκί και τα βάζω και τα δυο στο ντουλαπάκι του αμαξιού μαζί με τη πρόσοψη από το μπλάουπουνκτ*.

Έξω κάνει Σιβηρία, το κρύο σε τρυπάει άσκημα. Στη πόρτα του κωλόμπαρου στέκονται δύο ανέκφραστοι καραφλοί γορίλες με χοντρά σακάκια. Δε τους λες και φαρμακωμένα μπιλντέρια αλλά σίγουρα θα είναι θαμώνες σε κάποιο συνοικιακό σιδεράδικο. Αν κρίνω από τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους είναι ορεσίβιοι Αλβανοί. Μοιάζουν σκληροί τύποι. Σίγουρα τσεκάρουν καλά όσους μπαίνουν. Το κωλόμπαρο μυρίζει έντονα πετρέλαιο θέρμανσης αφού θερμαίνεται από μία μεγάλη πετρελαιόσομπα και στην ατμόσφαιρα πλανιέται ένα γλυκερό αρωματικό χώρου, καφέ πλακάκια στο πάτωμα, μαύροι βαμμένοι τοίχοι με σποτ που παρέχουν έναν αμυδρό φωτισμό, βαζάκια με πλαστικό λέλουδο σε κάθε τραπέζι και η μπάρα είναι φτιαγμένη από καφέ πλακάκια ίδια με αυτά του πατώματος. Στα τραπεζάκια άντρες άνω των 50 οι περισσότεροι, αρκετοί κάποιοι με παρέα από νεαρά κορίτσια που κάνουν κονσομασιόν. Κάθομαι σε ένα τραπεζάκι κοντά στη πετρελαιόσομπα και έρχεται μία λεπτή κοπέλα  με φαρδύ μέτωπο, χλωμή επιδερμίδα και κοντά ξανθά μαλλιά.

«Γεια σου. Τι θα πίνεις;»

«Γουάϊτ Χορς διπλό, με ένα πάγο» της απαντώ με βαριά ελληνική προφορά.

«Βίσκι α;» με ρωτά και γνέφω καταφατικά με το κεφάλι.

Το φέρνει γρήγορα και μαζί και ένα μπαμπάτσικο μπολ με λαδωμένα πίνατς.

Ο συνεργάτης μου μπαίνει μέσα χωρίς να με κοιτάξει και παραγγέλνει ένα Τζακ με Κόλα. Το βρωμόσκυλο ξέρει να πίνει… Πίνω αχόρταγα το πρώτο ποτό και ειδοποιώ τη σερβιτόρα να μου φέρει ένα ακόμα αλογάκι. Η σερβιτόρα για κάποιο λόγο μπερδεύετε και με ρωτά αν θέλω πάλι το ίδιο ή κάτι άλλο. Φέρνει ευτυχώς Γουάϊτ Χορς. Την στιγμή εκείνη μια γυναίκα μπαίνει μέσα και όλα τα λιγούρια του μαγαζιού τη κοιτάνε με τα σάλια τους να τρέχουν πάνω στα τραπεζάκια και τα πλακάκια του πατώματος. Είναι γύρω στα 28 με 30, μοιάζει να είναι βυθισμένη σε σκέψεις και τα μάτια της είναι κόκκινα. Έχει ίσια μαύρα μαλλιά, φοράει κολάν, μπότες και ένα μικροσκοπικό τσαντάκι πλάτης πάνω από το κοντό μαύρο μπουφάν της. Μιλάει με το μπάρμαν και μια πιτσιρίκα με μπέιμπι φέις που στέκεται πίσω από το μπαρ. Είναι εμφανές ότι δουλεύει εδώ. Ξαφνικά εξαφανίζεται στο πηχτό σκοτάδι που επικρατεί στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Την αμέσως επόμενη στιγμή και όσο έπινα το ποτό μου ένα ζεστό κωλομάγουλο απαλό σαν ροδάκινο τρίβεται στο μάγουλο μου και με μία αεράτη κίνηση η ιδιοκτήτρια του κάθετε στο ένα μου πόδι. Με χαϊδεύει στο στέρνο, με ρωτάει το όνομα μου, αν περνάω καλά εδώ, αν μου αρέσει, με ρωτάει αν είμαι ασφαλίτης, απαντάω όχι, μου λέει ότι αν τη κεράσω ένα ποτό θα μου πει ένα μυστικό λέω οκ και αυτή κάνει νόημα στη σερβιτόρα και η άκρη της γλώσσας της σαλιώνει το αυτί μου. Βαριέμαι ελεεινά την όλη ιστορία αλλά μέχρι να εμφανιστεί ο Σούλης πρέπει να περνάω για πελάτης. Αρχίζω να τη ρωτάω και εγώ κοινοτοπίες, και ούτε καν ακούω τις απαντήσεις της γιατί έχω στο μυαλό μου την υπόθεση παστουρμαδόπιτα, τις πιθανότητες τα πάθουν εμπλοκή τα Τοκάρεφ, τις πιθανότητες να τα σκατώσει ο Ρένος, πως θα κάνουμε ξεμπούκα αν μας πάρουν χαμπάρι, τι θα κάνουμε αν προλάβει και βάλει ο Σούλης τις φωνές ή αν είναι γρήγορο πιστόλι και προλάβει να τραβήξει το όπλο του. Η συμπαθητική υπό άλλες συνθήκες αλλά οκ και υπό αυτές τις συνθήκες κοκκινομάλλα Βαλεντίνα με τα αμυγδαλωτά μάτια και το χλωμό δέρμα από το Ελεκτροούγκλι (μία βιομηχανική πόλη έξω από τη Μόσχα, -το γούγκλαρα πολύ αργότερα) μου λέει ότι θα την έψηνε πολύ να γνωρίσει «ένα έλληνας, όχι για γκάμος» αλλά για «να γίνει ο αγόρης» της και «να πηγαίνουμε εκδρομή στο βουνό», «να γκαμάμε το ένα το άλλο με αγκάπη και να πίνουμε τσάι μαζί το πρωί». Και εκεί που είμαι σαστισμένος με αυτά που ακούω αρχίζει ξαφνικά να χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα της το ριπαπά μου πάνω από το παντελόνι, ξαφνιάζομαι και γελάει κατσαρά λέγοντας μου ότι από «άγκριος» έγινα «πουλύ αστείος». Είμαι σίγουρα το ξένο σώμα εδώ μέσα. Διακρίνω το Ρένο να πασπατεύει μια ξανθιά που κάθετε στα πόδια του και αυτός να προσπαθεί να γλύψει τη ρώγα της. Τελικά τρώει ένα βροντερό χαστούκι, και όλα τα κορίτσια του μπαρ γελάνε δυνατά!

*

Η πόρτα ανοίγει, μπαίνει μέσα ο Σούλης. Είναι γύρω στα 65, σχεδόν δύο μέτρα, πλατωμένος, κοιλιά μπεκρή, το συκώτι του πρέπει να είναι σαν γιγάντιο σαλάχι μάντα, έχει ένα ωχρό πρόσωπο, μισό στρέμμα καράφλα με ένα μικρό κοκκινωπό εξόγκωμα σαν κεφτέ, γκρίζα κοτσίδα, κιτρινισμένο από το κάπνισμα μουστάκι, χαλκάδες στα αυτιά, χρυσά δαχτυλίδια στα δάχτυλα, πασοκική χρυσή καδένα στο λαιμό και στο χέρι, χρυσό ρόλεκς και από το χείλος του κρέμεται ένα παχύ κουβανέζικο φυσέκι. Κάτω από το παλτό του το έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει τον όγκο από κάποιο περίστροφο.

«Βαλεντίνα. Πάω τουαλέτα.»

«Μη πας να το παίζεις, μπορούμε όταν σχολάω να φεύγουμε μαζί!»

Σηκώνομαι ήρεμα και πάω προς το βάθος του μπαρ, πίσω μου έρχεται διακριτικά ο Ρένος. Μπαίνουμε στο γραφείο του Σούλη όπου τον βρίσκουμε καθιστό στο γραφείο του. Κοιτάει ανέκφραστα. Η στιγμή πρέπει να διήρκεσε μερικά δέκατα. Οι σφαίρες μας σαν ένα κοπάδι από άηχα ψαρόνια κατευθύνονται με μεγάλη ταχύτητα στο κεφάλι του Σούλη. Εκεί που άλλοτε ήταν η μουτσούνα του υπάρχει πλέον μία άμορφη μάζα κρέατος λόγω της μικρής απόστασης εκτέλεσης. Σχεδόν οτιδήποτε υπήρχε τριγύρω είχε καλυφθεί με ζεστό αίμα. Τύφλα να χει ο Ταραντίνο. Ο Ρένος βγαίνει έξω. Φερμάρω ένα Glock 17 από το μισάνοιχτο συρτάρι του γραφείου, το χώνω στο παντελόνι μου μετράω αργά μέχρι το δέκα και βγαίνω στο μπαρ σα κύριος. Κανείς δεν έχει πάρει πρέφα τίποτα. Αφήνω 40 ευρώ στο μπάρμαν με το άσπρο τι-σερτ και το μαύρο δερμάτινο γιλέκο, του λέω καλό βράδυ και φεύγω.

Βγαίνοντας παρατηρώ καλύτερα ότι ο ένας γορίλας είναι ο Άρντι, ένα καλό παιδί. Κάποτε δούλεψα με τον αδερφό του:

«Γεια σου ρε Άρντι ! Τι λέει;»

«Γεια σου ρε Λάμπρο τόπε**, δε σε πρόσεξα όταν μπήκες, πως από δω;»

«Εεε είχα ραντεβού με κάποιον αλλά δεν ήρθε.»

«Βάρι κάρι*** Λάμπρο. Μη έχεις στενακώρια ρε!»

«Χάρηκα που σε είδα ρε συ Άρντι, χαιρετίσματα στον αδερφό σου τον Αστρίτ!»

«Έγινε, χάρηκα και εγώ φίλε!»

*

Φτάνω στο αυτοκίνητο και συναντώ το Ρένο:

«Λάμπρο, του ‘κανες τη μούρη σα μπριτζόλα δικέ μου! Γίνανε τα μούτρα του πολτός! Δεκάξι σφαίρες στη μάπα από το ένα μέτρο χαχααχχαχα!!! Ασταμάτητος!! Τις έπαιξες όλες μέχρι που σου άδειασαν οι γεμιστήρες! Αχχαχαχαχαχαχαα!!!!»

«Του κάναμε εννοείς μωρή λινάτσα. Τι δεκαέξι; Είκοσι έξι, αφού άδειασες και εσύ τον δεκάρι γεμιστήρα του Škorpion. Με κλειστό φέρετρο θα τον έχουν στη κηδεία.»

«Όχι ρε μαλάκα, εγώ δε του έριξα ούτε μισή σφαίρα του παλιόπουστα, την έχω ακούσει λίγο και πυροβολούσα την οθόνη του κομπιούτερ του, τασάκια, μπουκάλια, έτσι για το χαβαλέ.»

Βγαίνουμε ξανά τη Πατησίων και βουρ για το σπίτι του Άκη. Στο διαδρομή ο Ρένος είναι μαζεμένος στο κάθισμα του, το Ντου Χαστ στο τέρμα. Σε ένα φανάρι βγάζω και περιεργάζομαι το Glock. Το βάζω και αυτό στο ντουλαπάκι του αμαξιού.

*

Το κινητό μου χτυπάει την ώρα που περνάμε από την Ομόνοια.

«Έλα.»

«Λάμπρο όλα εντάξει έτσι;»

«Όλα κομπλέ.»

«Κάντε μια γύρα και ελάτε σε καμιά ωρίτσα να πούμε.»

Ο Άκης είναι ο φίξερ. Άκης Πατζαρόπουλος. Πυργιώτης κωλομπαράς, μεγαλοχασάπης και τοκογλύφος. Γύρω στα 50-55, βαψομαλλιάς, κοντόχοντρος με μικροσκοπικά μάτια. Έχει τρία χασάπικα μέσα στη Βαρβάκειο Αγορά στα οποία η δουλειά πάει τραίνο και κάνουν τρελό τζίρο. Όλα στο όνομα της πρώην γυναίκας του, το μόνο που έχει στο όνομα του όπως λέει είναι ένα διαμέρισμα. Κατά τα άλλα ως φίξερ κλείνει δουλειές με εκτελέσεις και εκφοβισμούς επιχειρηματιών της νύχτας, ανθρώπων που χρωστάνε λεφτά, ανθρώπων που απλά του είπαν ότι πρέπει έτσι απλά να φύγουν από τη μέση, εργαζομένων που διεκδικούν τα δεδουλευμένα τους, ανθρώπων που δεν πουλάνε τα μαγαζιά ή τα σπίτια τους για ένα ξεροκόμματο. Είχε δύο γιούς, ο ένας το καμάρι του σκοτώθηκε σε τροχαίο στη παραλιακή φτιαγμένος με κόκες και ακριβό αλκοόλ μέσα στη κίτρινη Φεράρι του και τον άλλο τον απήγαγαν μετά το σχολείο ανταγωνιστές πριν πέντε χρόνια και αφού δεν έπεσε το μαρούλι που του ζητήσανε για λίτρα, τον πιτσιρικά δεν τον ξανάδαμε ποτέ. Ο Άκης θεωρεί ότι το παιδί δεν ήταν δικό του.

Αυτό το μούτρο το ξέρω εδώ και λίγα χρόνια απ’ όταν δούλευα σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας κρεάτων απ’ όπου προμηθεύονταν κρέατα για τα μαγαζιά του λίγο πριν το εργοστάσιο κλείσει και μας πετάξουν όλους στο δρόμο. Εμένα με στρατολόγησαν δύο τύποι από το εργοστάσιο: ο Σίμος, συνδεσμίτης, μαχαιροβγάλτης από το Ταύρο που βρήκαν το κεφάλι του ρακοσυλλέκτες σε ένα μπλε κάδο ανακύκλωσης στη Βικτώρια πριν κάνα μήνα και ο Αστρίτ πρώην ασφαλίτης στη Σιγκουρίμι μέχρι το 1991, μάτι και αυτί του Άκη σε όλη την Αθήνα.

«Λάμπρο, αυτός ο μαλάκας μας ακολουθεί απ’ όταν βγήκαμε στη Πατησίων» μου λέει ο Ρένος και μου δείχνει ένα μαύρο Daewoo Nubira στο καθρέπτη. Παίρνουμε τη Πειραιώς και με σκοπό να παρασύρουμε το τύπο σε ένα μέρος που έχω σταμπάρει. Η Πειραιώς έχει λίγα σχετικά αυτοκίνητα οπότε ο διώκτης μας που νομίζει ότι δεν έχει γίνει αντιληπτός και προσπαθεί να μείνει δύο αυτοκίνητα πίσω μας δεν τα πολυκαταφέρνει. Σταματάμε σε ένα κλειστό βενζινάδικο παίρνουμε δύο εσπρέσο, νερά και σοκολάτες από τους αυτόματους πωλητές. Ο τύπος παρκάρει και αυτός στο χώρο του βενζινάδικου και μένει μέσα στο αμάξι του.

«Ρένο, άραξε τη πέτσα σου στο αυτοκίνητο αλλά μη μου το ψωλοχύσεις.»

Μου απαντάει «τσου». Κατεβάζω το εσπρεσάκι μονορούφι, παίρνω το Baby-Browning, τον ζίπο και το ζιπέλαιο και κατευθύνομαι προς το μαύρο Daewoo Nubira…

Καμία δημοσίευση για προβολή